ΔΕΛΤΙΟ ΙΟΥΛΙΟΥ – ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2012 (ΤΟΜΟΣ 57, Τεύχη 3,4)

ΑΡΘΡΟ 1: Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΤΕΛΟΜΕΡΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΓΗΡΑΝΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΣΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Βασίλειος Κορδίνας

ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Ο όρος «τελομερή» αναφέρεται σε συγκεκριμένες δομές που υπάρχουν στα άκρα των ευθύγραμμων ευκαρυωτικών χρωμοσωμάτων, και των οποίων χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι ότι καθορίζουν το χρόνο ζωής ενός κυττάρου προσδίδοντας ταυτόχρονα μοναδικές ιδιότητες στις περιοχές αυτές του γενετικού υλικού. Η ανασκόπηση αυτή έχει ως σκοπό να αναλύσει τις ιδιότητες των τελομερών αλλά και ενός ενζύμου που δρα αποκλειστικά στα τελομερή, της τελομεράσης. Παράλληλα θα γίνει μία αναφορά στην βιβλιογραφία με σκοπό να παρουσιαστούν οι τρόποι με τους οποίους η τελομερική βιολογία συμμετέχει στην παθοφυσιολογία συγκεκριμένων παθήσεων του ανθρώπου σε μοριακό επίπεδο. Τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότερες έρευνες αναδεικνύουν λανθασμένη ομοιόσταση των τελομερών και διαταραγμένη ρύθμιση του κυτταρικού κύκλου σε πολυάριθμα χρόνια νοσήματα. Ως αποτέλεσμα πολλοί επιστήμονες ανά τον κόσμο προσπαθούν σήμερα να «σπάσουν τον κώδικα» που ελέγχει τη γονιδιακή ρύθμιση της τελομεράσης αλλά και τη φυσιολογία των τελομερών στο σύνολο της.

ΑΡΘΡΟ 2: VARIANT CREUTZFELDT – JACOB DISEASE: EVALUATION OF BLOOD DONOR DEFERRAL IN A BLOOD TRANSFUSION SERVICE IN GREECE

F. Bazigou, K. Lempesopoulos, M. Mouratidou, K. Koutsoyianni, S. Pagonis, L. Kavallierou

SUMMARY: In Greece a policy to defer donors who have lived in the UK for longer than 6 months between 1980 and 1996 has been implemented in order to avoid the transmission of variant Creutzfeldt–Jacob disease (vCJD) via blood transfusion and therefore to reduce the theoretical risk of transmitting vCJD through the blood supply. The objective of this study was to evaluate blood donor loss due to vCJD deferral and to refine estimates of the possible risks and benefits of donor-deferral strategies that are aimed at avoiding transmission of vCJD. Records of all pre-donation deferrals over a 12-month period were studied. As many as 11,936 pre-donation screening interviews were conducted. There were 1,473 (12.3%) deferrals for multiple reasons. The risk of transmitting vCJD accounted for 61 (4.1%) of all deferrals. The rate of deferral of voluntary donors was significantly different from that of replacement donors (67,2% vs. 32. 8%, p= 0.001). The vCJD deferral was also associated with ages 36 through 48 years and with male gender. Monitoring and evaluating deferral rates and reasons could be used to assess the magnitude of blood donor loss due to vCJD deferral in Greece.

ΑΡΘΡΟ 3: ΕΛΛΕΙΜΑ ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΗΛΩΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΤΗΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΦΥΜΑΤΙΩΣΗΣ ΣΕ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ

Δημήτριος Φούρκας, Ιωάννης Δεληολάνης, Αγγελική Πανταζάτου, Σταυρούλα Σμιλάκου, Ευστάθιος Μπεκρής, Γεωργία Σπάλα, Ελπίδα Ταμπουρατζή,  Ιωάννα Στεφάνου

ΣΚΟΠΟΣ: Η διερεύνηση της αξιοπιστίας της διαδικασίας δήλωσης και επιτήρησης των κρουσμάτων φυματίωσης από ένα τριτοβάθμιο νοσοκομείο της Αθήνας προς τους αρμόδιους φορείς Δημόσιας Υγείας,
ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ: Την περίοδο 2003–2010 ελέγχθηκαν τα αρχεία του ΓΝΑ «Λαϊκό» και καταγράφηκαν τα δεδομένα όλων των κρουσμάτων φυματίωσης που διαγνώσθηκαν. Στην συνέχεια διερευνήθηκε η πορεία της διαδικασίας δήλωσης των συγκεκριμένων κρουσμάτων από τους θεράποντες ιατρούς στην Επιτροπή Ελέγχου Λοιμώξεων του Νοσοκομείου (ΕΕΛ) και στην συνέχεια στις αρμόδιες υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας (Νομαρχία και Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων – ΚΕΕΛ-ΠΝΟ).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Κατά την διάρκεια της περιόδου της μελέτης, εξετάσθηκαν 8.359 δείγματα για φυματίωση, τα οποία ελήφθησαν από 4.995 ασθενείς. Συνολικά ανευρέθηκαν 192 θετικά δείγματα που αντιστοιχούσαν σε 93 ασθενείς. Στην συντριπτική πλειονότητα των ασθενών (93,5%) διαγνώσθηκε M. Tuberculosis complex, ενώ επιδημιολογικά επικρατούσαν οι άνδρες (65,6%) σε σχέση με τις γυναίκες και οι ασθενείς Ελληνικής υπηκοότητας (66,7%) σε σχέση με τους οικονομικούς μετανάστες. Από τα 93 κρούσματα που διαγνώσθηκαν στις κλινικές του νοσοκομείου, δηλώθηκαν από τους θεράποντες ιατρούς στην ΕΕΛ τα 26, τα οποία όλα απεστάλησαν με τηλεμοιότυπο στις αρμόδιες υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας (Νομαρχία έως το 2005, ΚΕΕΛΠΝΟ από το 2005 μέχρι το 2010), όμως στην τελική αναζήτηση ανευρέθηκαν καταγεγραμμένα μόνο τα 17/26. Δεν υπήρξε στατιστικώς σημαντική διαφορά μεταξύ των διαγνωσθέντων, των δηλωθέντων και των καταγεγραμμένων κρουσμάτων σε σχέση με την θετική ή αρνητική οξεάντοχη χρώση, την προέλευση από συγκεκριμένη κλινική ή τμήμα του νοσοκομείου, ή το έτος δήλωσης.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Τα συγκεκριμένα δεδομένα υποδηλώνουν μια συνεχή συστηματική ανεπάρκεια του μηχανισμού δήλωσης, ανεξάρτητη από συγκεκριμένα στοιχεία των κρουσμάτων, τη χρονική περίοδο, ατομικές ή γενικευμένες νοσηλευτικές πρακτικές, η οποία επικεντρώνεται κυρίως στο στάδιο μεταξύ του θεράποντος ιατρού και της ΕΕΛ.

ΑΡΘΡΟ 4: ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΛΟΙΜΩΞΗΣ ΔΙΑΒΗΤΙΚΟΥ ΠΟΔΙΟΥ

Ευγενία Καπράλου, Δρόσος Καραγεωργόπουλος, Αικατερίνη Γιαννούλη, Κλειώ Κοψάρη, Ζαρκωτού Ολυμπία, Βασιλική Μάμαλη, Παντελής Καπράλος, Χριστίνα Πουλοπούλου, Καίτη Θέμελη-Διγαλάκη

ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Οι λοιμώξεις του διαβητικού ποδιού ενδέχεται να απειλήσουν την ακεραιότητα του σκέλους. Με τη συνεργασία κλινικών ιατρών και εργαστηρίου μπορεί να εκτιμηθεί εγκαίρως η βαρύτητα της λοίμωξης ώστε με την κατάλληλη θεραπεία να αποτραπούν οι σοβαρότερες επιπλοκές της νόσου. Στην παρούσα εργασία έγινε επιδημιολογική καταγραφή παθογόνων μικρο-οργανισμών που απομονώθηκαν από διαβητικά έλκη κατά τη διετία 2010–2011 και επιχειρήθηκε να συγκριθεί με αντίστοιχη καταγραφή της αμέσως προηγούμενης τετραετίας και να μελετηθεί κατά πόσο τα αντιβιοτικά που δίνονται συνήθως ως εμπειρική αγωγή είναι τα πλέον κατάλληλα. Τα Gram(-) βακτήρια ήταν συνολικά η συχνότερα απομονωθείσα κατηγορία παθογόνων μικροοργανισμών, με μικρή αναλογικά μείωση κατά την διετία 2010–2011 έναντι της τετραετίας 2006-2009. Το ποσοστό των MRSA έναντι του συνόλου των Staphylococcus aureus ήταν συνολικά 25,2%. Παρατηρήθηκε κλινικά σημαντική αντοχή της Escherichia coli στην σιπροφλοξασίνη και του MRSA στην κλινδαμυκίνη. Λόγω της αυξανόμενης αντοχής στα αντιβιοτικά ευρέως φάσματος που χρησιμοποιούνται στην εμπειρική θεραπεία, είναι απαραίτητος ο συχνός επιδημιολογικός έλεγχος και η τροποποίηση της εμπειρικής αντιβιοτικής αγωγής βάσει
αντιβιογράμματος.