Acta Microbiologica Hellenica 2014 (Volume 59, Issue 1)

Ασφαλής χειρισμός αντιδραστηρίων στο Κλινικό Εργαστήριο

Α. Γρηγοράτου
Βιοχημικό Εργαστήριο, Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός», Αθήνα

Περίληψη

Στο παρόν άρθρο αναλύονται θέματα που αφορούν την ασφάλεια των εργαζομένων σε κλινικά εργαστήρια ως προς το χειρισμό και την αποθήκευση των χρησιμοποιούμενων αντιδραστηρίων και υλικών. Τα Φύλλα Δεδομένων Ασφαλείας MSDS (Material Safety Data Sheet), που συνοδεύουν κάθε αντιδραστήριο, είναι πηγή πολύτιμων πληροφοριών για τις φυσικές και χημικές τους ιδιότητες, τα ανώτατα επιτρεπτά όρια έκθεσης, τα προτεινόμενα μέτρα ειδικής προστασίας. Ιδιαίτερη μέριμνα λαμβάνεται για τις διαβρωτικές (όλα τα ισχυρά οξέα, οι ισχυρές βάσεις καθώς και μερικά ασθενή οξέα και βάσεις και οι ανυδρίτες τους), τις εκρηκτικές, τις εύφλεκτες ενώσεις, τους πτητικούς διαλύτες, τα οργανικά υπεροξείδια, τα αζίδια μετάλλων, τις οβίδες αερίων και τις τοξίνες αναπαραγωγής. Σχετικά με τις καρκινογόνες ενώσεις αναφέρεται επίσης η κατάταξή τους σε καρκινογόνα, πιθανώς καρκινογόνα και ενδεχομένως καρκινογόνα, σύμφωνα με το IARC (International Agency for Research on Cancer) και προτείνονται τα ανάλογα μέτρα ασφάλειας.

Cedecea, ένα “άγνωστο” εντεροβακτηριακό: κλινική σημασία – σύγχρονοι βιοχημικοί και μοριακοί τρόποι διάγνωσης και ταυτοποίησης

Μ. Νταλαμάγκα1, Γ.Π. Σωτηρόπουλος1,2, Γ. Βρυώνη3, Α. Τσακρής3

Εργαστήριο Κλινικής Βιοχημείας, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο «Αττικόν», Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών.

Θωρακοχειρουργική Κλινική, Ναυτικό Νοσοκομείο Αθηνών.

Εργαστήριο Μικροβιολογίας, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών

Περίληψη

Τα μέλη της οικογένειας των Εντεροβακτηριακών (Enterobacteriaceae) εξακολουθούν να παίζουν σημαντικό ρόλο στις λοιμώξεις τις σχετιζόμενες με μονάδες παροχής υπηρεσιών υγείας. Αν και τα τελευταία τριάντα χρόνια έχουν περιγραφεί πολλά νέα μέλη της οικογένειας αυτής, λίγα από αυτά

προκαλούν λοιμώξεις στον άνθρωπο. Η Cedecea, μέλος της οικογένειας των Εντεροβακτηριακών, είναι μικρόβιο περιβαλλοντικό και βρίσκεται στο νερό, το έδαφος, τα λύματα, την αγροτική σκόνη, τα φυτά, τα έντομα και τα ζώα. Επίσης αποτελεί μέρος της εντερικής χλωρίδας και η παρουσία της στο περιβάλλον αντανακλά την ύπαρξη κοπρανώδους υλικού από τον άνθρωπο ή τα ζώα. Αποτελεί σπάνιο παθογόνο με αυξανόμενη σημασία. Τα περισσότερα στελέχη της Cedecea απομονώθηκαν σε κλινικά δείγματα ασθενών, κυρίως από αιμοκαλλιέργειες σε ασθενείς με βακτηριαιμία και σηψαιμία (C. davisae, C. neteri και C. lapagei), από πτύελα, βρογχικές εκκρίσεις και πνευμονικό ιστό, από οφθαλμικά επιχρίσματα (C. davisae), από κόπρανα, ούρα, από φαρυγγικά επιχρίσματα, από περιτοναϊκό υγρό (C. neteri και C. lapagei), από απόστημα οσχέου (C. davisae) και από φλεβικούς καθετήρες. Το γεγονός της απομόνωσης των συγκεκριμένων στελεχών Cedecea κυρίως από κλινικά δείγματα ανοσοκατεσταλμένων ασθενών, σε συνδυασμό με την παρατηρούμενη πολυαντοχή τους, καθιστούν αναγκαίο τον προσδιορισμό του ρόλου τους στην παθογένεια των λοιμώξεων. Σκοπός της παρούσας ανασκόπησης είναι η περιγραφή των πρόσφατων επιδημιολογικών, διαγνωστικών και κλινικών δεδομένων για τα είδη Cedecea, σε συνδυασμό με την κατανόηση του ρόλου τους στις λοιμώξεις, καθώς και η παρουσίαση τρόπων ταυτοποίησής τους με νεότερες μοριακές τεχνικές.

Συνήθεις ιογενείς λοιμώξεις του στόματος

Β. Καραθανάση1, Μ. Μπουραζάνη1, Χ. Ορφανού1, Σ. Τιτσινίδης1, Κ. Τόσιος2, Ν. Σπανάκης1, Γ. Βρυώνη1

1Εργαστήριο Μικροβιολογίας, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών

2Εργαστήριο Στοματολογίας, Οδοντιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών

Περίληψη

Η στοματική κοιλότητα ως ανοιχτή πύλη του οργανισμού αποτελεί προσφιλές πεδίο εγκατάστασης λοιμώξεων ποικίλης αιτιολογίας. Ειδικότερα, οι ιογενείς λοιμώξεις προσβάλλουν συχνά το στοματικό βλεννογόνο είτε ως μέρος συστηματικής λοίμωξης είτε εντοπισμένα. Οι συχνότερες ιογενείς

λοιμώξεις του στόματος αφορούν στους ερπητοϊούς, τους εντεροϊούς και τους ιούς του ανθρωπίνου θηλώματος. Μεταξύ των ερπητοϊών ο ιός του απλού έρπητα τύπου 1 (HSV-1), o ιός της ανεμοβλογιάς-ζωστήρα (VZV) και ο Epstein-Barr (EBV) προσβάλλουν συχνότερα τη στοματική κοιλότητα. Ο HSV-1 και ο VZV εμφανίζονται κυρίως με τη μορφή φυσαλίδων που ρήγνυνται και καταλείπουν επώδυνες διαβρώσεις. Ο EBV στα πλαίσια λοιμώδους μονοπυρήνωσης μπορεί να προκαλέσει φαρυγγοαμυγδαλίτιδα, περιαμυγδαλικά αποστήματα, ελκονεκρωτική ουλίτιδα και άτυπες εξελκώσεις ή πετέχειες της υπερώας ενώ παράλληλα αποτελεί το αίτιο της τριχωτής λευκοπλακίας, μιας ανώδυνης λευκωπής αλλοίωσης των πλάγιων χειλέων της γλώσσας η οποία αποτελεί παθογνωμονικό εύρημα της HIV λοίμωξης. Από τους εντεροϊούς συνηθέστερα οι ιοί coxsackie είναι εκείνοι που προσβάλλουν το στόμα προκαλώντας την ερπητική κυνάγχη και τη νόσο στόματος-χεριών-ποδιών που συνίσταται στην ταυτόχρονη εμφάνιση του χαρακτηριστικού κηλιδο-βλατιδο-φυσαλιδώδους εξανθήματος στα εν λόγω μέρη του σώματος. Τέλος, η λοίμωξη του στόματος από τους ιούς HPV γίνεται κυρίως μέσω της σεξουαλικής επαφής και οδηγεί στην ανάπτυξη είτε καλοήθων ογκόμορφων βλαβών (θηλώματα, κονδυλώματα) είτε του ακανθοκυτταρικού καρκίνου του στόματος ανάλογα με το στέλεχος που εμπλέκεται στη λοίμωξη. Η διάγνωση της ιογενούς στοματικής λοίμωξης τίθεται βάσει του λεπτομερούς ιστορικού, της κλινικής εξέτασης και των ενδεδειγμένων εργαστηριακών εξετάσεων. Η γνώση των συνηθέστερων στοματικών ιογενών λοιμώξεων είναι απαραίτητη καθώς μπορεί να αποτελούν το πρώτο κλινικό σημείο εκδήλωσης συστηματικής νόσου. Συνεπώς, η ορθή και έγκαιρη διάγνωση της ιογενούς στοματικής λοίμωξης συμβάλλει στην επιτυχέστερη θεραπευτική αντιμετώπιση του ασθενούς καθώς και στη βελτίωση της πρόγνωσης και της ποιότητας της ζωής του.

Συχνότητα απομόνωσης και αντιμικροβιακή αντοχή στελεχών από ουρολοιμώξεις κοινότητας

Κ. Τρυφινοπούλου1, Μ. Πολέμης1, Τ. Αβραμίδη2, Κ. Αμοιρίδου3, Ι. Εσκιόγλου4, Ε. Κατικαρίδου5, Α. Καφταντζή6, Μ. Λαγουδάκη7, Ι. Λαμπρόπουλος8, Π. Μαζαράκη9, Ε. Μαλλή10, Δ. Μανικατζή11, Π. Μαρινίδου12, Μ. Μηνέττου13, Α. Ντουρούπη14, Θ. Πανδή-Γούναρη15, Ε. Παπαδά16, Α. Γκαλμπένης16 Ε. Παπασταυροπούλου-Γιαμαρέλλου17, Κ. Πετρόπουλος18, Σ. Πλιάκα19, Σ. Πολιτάκη20, Χ. Πράντζου-Καφφέ21, Δ. Αγγέλου21, Γ. Ράπτης22, Μ. Σημαντηράκη23, Μ. Σμυρλή-Μυλωνά24, Α. Χριστοφίδης25,Μ. Ψαρρά-Γεροθανάση26, Α. Βατόπουλος1,27
1 Κεντρικό Εργαστήριο Δημόσιας Υγείας, ΚΕΕΛΝΠΟ, Βάρη, Αττική, 2 Μικροβιολογικό Εργαστήριο Αβραμίδη Τριανταφυλλιά, Αττική, 3 Μικροβιολογικό Εργαστήριο Αμοιρίδου Κυριακή, Ημαθία, 4 Μικροβιολογικό Εργαστήριο Εσκιόγλου Ιορδάνης & ΣΙΑ, Λάρισα, 5 Μικροβιολογικό Εργαστήριο Κατικαρίδου Ευδοκία, Θεσσαλονίκη, 6 Μικροβιολογικό Εργαστήριο Β. Καφταντζής Ο.Ε, Σέρρες, 7 Μικροβιολογικό Χανίων Ιατρική Ανώνυμη Εταιρία, Χανιά, 8 BIOMEDICIN ΙΑΤΡΙΚΗ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Ε.Π.Ε, Αττική, 9 ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗ Α.Ε ΙΔ. ΕΡΓ. ΚΟΖΑΝΗΣ, Κοζάνη, 10 ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΟ-ΙΑΤΡΙΚ Α.Ε., Λάρισα, 11 Μικροβιολογικό Εργαστήριο Μανικατζή, Θεσσαλονίκη, 12 Μικροβιολογικό Εργαστήριο Μαρινίδου Παρασκευή, Ροδόπη, 13 Μικροβιολογικό Εργαστήριο Μηνέττου Μαρία, Ρόδος, 14 Μικροβιολογικό Εργαστήριο Ντουρούπη Α, Αττική, 15 ΒΙΟΔΙΑΓΝΩΣΙΣ Πανδή-Γούναρη Θάλεια, Ι.Α.Ε., 16 ΒΙΟΑΝΑΛΥΣΗ-Παπαδά Ευαγγελία-Γκαλμπένης Αθανάσιος, Λάρισα, 17 Μικροβιολογικό Εργαστήριο Παπασταυροπούλου-Γιαμαρέλλου Ελένη, Αττική, 18 Μικροβιολογικό Εργαστήριο Πετρόπουλος Κων/νος, Λαμία, 19 Μικροβιολογικό Εργαστήριο Πλιάκα Σοφία, Θεσσαλονίκη, 20 Μικροβιολογικό Εργαστήριο Πολιτάκη Σταυρούλα, Χίος, 21 ΕΡΕΥΝΑ & ΥΓΕΙΑ ΙΑΤΡΙΚΗ Α.Ε, Καρδίτσα, 22 Μικροβιολογικό Εργαστήριο Ράπτης Γεώργιος, Λάρισα, 23 Μικροβιολογικό Εργαστήριο Σημαντηράκη Μαρία, Ηράκλειο, Κρήτη, 24 Μικροβιολογικό Εργαστήριο Σμυρλή-Μυλωνά Μαγδαληνή, Χαλκιδική, 25 Μικροβιολογικό Εργαστήριο LIFECHECK, Αττική, 26 Μικροβιολογικό Εργαστήριο Ψαρρά-Γεροθανάση Μαρία, 27 Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας Αθήνα

Περίληψη

Σκοπός: Οι περισσότερες μελέτες που ασχολούνται με ποσοστά αντοχής αφορούν σε ασθενείς νοσηλευόμενους σε νοσοκομεία και η απουσία ενός συστήματος ενεργούς επιτήρησης λοιμώξεων, όπως η οξεία μη επιπλεγμένη ουρολοίμωξη σε επίπεδο κοινότητας, οδηγούν σε σχετική ένδεια μικροβιολογικών δεδομένων για αυτή την πληθυσμιακή ομάδα και στην ανάγκη για τακτική επικαιροποίηση των δεδομένων αυτών.

Υλικό-Μέθοδοι: Πραγματοποιήθηκε μια προοπτική μελέτη παρατήρησης μικροβιολογικών δεδομένων καλλιεργειών ούρων ασθενών πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Η ταυτοποίηση και ο έλεγχος ευαισθησίας στα αντιβιοτικά έγινε με τη χρήση του αυτόματου αναλυτή Vitek 2 Compact σε 25 διαγνωστικά εργαστήρια. Στο σχεδιασμό προβλέφθηκε το αντιβιόγραμμα κάθε στελέχους να συνοδεύεται από δημογραφικά στοιχεία του ασθενούς καθώς και από κλινικές πληροφορίες για τυχούσα προηγούμενη επαφή με υπηρεσίες υγείας. Οι ασθενείς ταξινομήθηκαν ως προς την ηλικία σε τρεις ομάδες για τις ανάγκες της ανάλυσης (64 ετών). Η στατιστική ανάλυση έγινε με τη βοήθεια του προγράμματος Stata 9.2.

Αποτελέσματα: Συνολικά συγκεντρώθηκαν μικροβιολογικά δεδομένα για 1135 στελέχη ουροπαθογόνων από ισάριθμους ασθενείς κατά το διάστημα της μελέτης. Σύμφωνα με τα κριτήρια ταξινόμησης, 978 στελέχη θεωρήθηκαν ως υπεύθυνα για ουρολοίμωξη κοινότητας και 113 ως υπεύθυνα για ουρολοίμωξη σχετιζόμενη με υπηρεσίες υγείας. Μεταξύ του συνόλου των 978 στελεχών από ασθενείς με ουρολοίμωξη κοινότητας, συχνότερα απομονώθηκε E.coli (77,2%, n=755) και ακολούθως P. mirabilis (9%, n=88), K. pneumoniae (8,3%, n=81), Enterococcus spp. (2,6%, n=25) και λοιποί μικροοργανισμοί (2,9%, n=29). Τα 978 ουροπαθογόνα στελέχη απομονώθηκαν από 771 (78,8%) γυναίκες και 207 (21,2%) άνδρες. Ως προς τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα του ελέγχου αντοχής των υπευθύνων για ουρολοίμωξη κοινότητας στελεχών, θετικά για ESBL βρέθηκαν 54/937 (5,8%), σύμφωνα με την ερμηνεία του expert system του VITEK-II ενώ ως προς τις άλλες κατηγορίες αντιβιοτικών πλην των β-λακταμικών, τα συνολικά ποσοστά αντοχής ήταν ως εξής: νιτροφουραντοΐνη 21,4%, κοτριμοξαζόλη 21,8%, νορφλοξασίνη 11,1%, και γενταμικίνη 3,9%. Επιπρόσθετα τόσο στις γυναίκες όσο και στους άνδρες παρατηρήθηκαν διαφορές στην αντοχή των ουροπαθογόνων στελεχών E. coli ανάμεσα στις τρεις ηλικιακές ομάδες με τα μεγαλύτερα ποσοστά αντοχής να παρατηρούνται στην ομάδα ασθενών >64 ετών για την πλειονότητα των μελετούμενων αντιβιοτικών και κυρίως για την κοτριμοξαζόλη και τις κινολόνες. Στην ηλικιακή αυτή κατηγορία εξάλλου (>64 ετών) διαπιστώθηκαν σημαντικά μεγαλύτερα ποσοστά αντοχής στους άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες στην νορφλοξασίνη, γενταμικίνη, κοτριμοξαζόλη

(p<0,05) & αμοξικιλλίνη/κλαβουλανικό (p=0,065). Ως προς την εμφάνιση συνδυασμένης αντοχής μεταξύ των στελεχών E. coli, ταυτοχρόνως ανθεκτικά σε αμπικιλλίνη και κοτριμοξαζόλη βρέθηκαν τα 138/756 (18,3%). Στον πληθυσμό αυτό αντοχή και στις κινολόνες εμφάνισαν τα 56/138 (40,5%) ενώ ανθεκτικά συγχρόνως σε αμπικιλλίνη, κοτριμοξαζόλη και νιτροφουραντοΐνη βρέθηκαν τα 41/138 (30%). [av_button label='PDF' link='manually,https://acta.hms.org.gr/wp-content/uploads/2019/01/OriginalPaper_Tryfinopoulou-1.pdf' link_target='' size='large' position='center' label_display='' icon_select='no' icon='ue800' font='entypo-fontello' color='theme-color' custom_bg='#444444' custom_font='#ffffff' av_uid='av-1ogp26x' admin_preview_bg=''] [/av_toggle] [av_toggle title='Ιστορία της Μικροβιολογίας: Μικροβιολογικά θέματα της Έκθεσης Υγιεινής της Αθήνας (1938)' tags='' av_uid='av-wcfu7n'] Κ. Τσιάμης1, Γ. Βρυώνη2, Ε. Πουλάκου-Ρεμπελάκου1, Γ. Ανδρούτσος1, Α. Τσακρής2 1 Εργαστήριο Ιστορίας της Ιατρικής, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστημίου Αθηνών 2 Εργαστήριο Μικροβιολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστημίου Αθηνών Περίληψη

Σκοπός της εργασίας είναι η παρουσίαση των Μικροβιολογικών θεμάτων της Έκθεσης Υγιεινής Αθηνών του 1938. Οι Διεθνείς και Εθνικές Εκθέσεις Υγιεινής κατά τον Μεσοπόλεμο ήταν μια προσπάθεια εκλαΐκευσης των ιατρικών γνώσεων με σκόπο την διαφύλαξη της Δημόσιας Υγείας. Το νοσολογικό φάσμα της Ελλάδας εκείνης της περιόδου κυριαρχείται από τα λοιμώδη νοσήματα, όπως ελονοσία, φυματίωση, τύφος και δυσεντερίες. Οι επισκέπτες της Έκθεσης είχαν την δυνατότητα να πληροφορηθούν για την προφύλαξη από σοβαρά λοιμώδη νοσήματα αλλά και τις προσπάθειες του Κράτους στην ανθελονοσιακή, αντιαφροδισιακή και αντιφυματική εκστρατεία, καθώς και άλλες πτυχές της Δημόσιας Υγείας.