ΔΕΛΤΙΟ ΙΟΥΛΙΟΥ – ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2014 (ΤΟΜΟΣ 59, Τεύχος 3)

Χαρακτηριστικά βιομεμβρανών και ανάπτυξη σε βιοϊατρικές συσκευές

Α. Στάμου, Ε.-Δ. Βενιζέλου, Μ. Σταυροπούλου, Ν. Φωτακοπούλου, Β. Καψιμάλη, Γ. Βρυώνη

Εργαστήριο Μικροβιολογίας Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Περίληψη

Περισσότερες από το 80% των χρόνιων βακτηριακών λοιμώξεων σχετίζονται με το σχηματισμό βιομεμβρανών (biofilms). H βιομεμβράνη σχηματίζεται από τη συσσώρευση και τη μη αναστρέψιμη προσκόλληση των βακτηρίων σε κάποια βιολογική ή μη επιφάνεια, καθώς και από ένα σώμα εξωκυττάριων πολυμερών ουσιών (Extracellular Polymeric Substance – ESP) ή γλυκοκάλυκα, που απεκκρίνεται από τους ίδιους τους μικροοργανισμούς. Το 99% των βακτηρίων σ’ αυτές ανευρίσκεται σε προσκολλημένη μορφή (sessile), ενώ ένα μικρό ποσοστό υπάρχει σε ελεύθερη, αιωρούμενη, πλανκτονική μορφή (planktonic). Με την οργάνωσή τους σε βιομεμβράνη, τα βακτήρια καταφέρνουν να ανταγωνίζονται την εγκατάσταση άλλων παθογόνων στην ίδια εστία, ενώ παράλληλα αναπτύσσουν διακυτταρική επικοινωνία (quorum sensing) μέσω της δράσης μορίων που παράγουν τα ίδια. Πιο συγκεκριμένα τα μόρια αυτά είναι οι λακτόνες της ομοσερίνης (AHL), οι οποίες εντοπίζονται στα Gram-αρνητικά βακτήρια, ο αυτοεπαγωγέας 2 (ΑΙ-2) και τα αυτοεπαγώμενα πεπτίδια (ΑΙΡ), που βρίσκονται στα Gram-θετικά βακτήρια. Με τη βοήθεια αυτών των μορίων επικοινωνίας ρυθμίζεται η γονιδιακή έκφραση των προϊόντων που συμβάλλουν στη δόμηση της βιομεμβράνης, αλλά και η έκφραση της παθογονικότητάς της. Έτσι, τα βακτήρια αντιστέκονται τόσο στο ανοσοποιητικό σύστημα του ξενιστή, όσο και στη θεραπευτική αγωγή με αντιβιοτικά, γεγονός που αποτελεί αιτία ενός μείζονος προβλήματος της καθημερινής κλινικής πράξης, ιδιαίτερα στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας. Βιομεμβράνες αναπτύσσονται σε πολλές προσθετικές ιατρικές συσκευές (βιοϊατρικά υλικά), όπως ουροκαθετήρες, φλεβοκαθετήρες, τεχνητές βαλβίδες, ενδοσκόπια και υλικά αρθροπλαστικής ώμου και ισχίου. Με τον τρόπο αυτό, ο αποικισμός των βακτηρίων στις συσκευές αυτές, μολύνει τους ασθενείς προκαλώντας τους χρόνιες, ανθεκτικές σε αντιμικροβιακά λοιμώξεις. Αυτό προκαλεί σημαντικές επιπλοκές στην υγεία τους και παρατείνει τη διάρκεια νοσηλείας, γεγονός που επιβαρύνει σημαντικά το Σύστημα Υγείας. Δεδομένης της αντοχής των παθογόνων μικροοργανισμών στα αντιβιοτικά, η πλέον ενδεδειγμένη θεραπευτική αντιμετώπιση σήμερα είναι η αφαίρεση της συσκευής από τον ασθενή, ενώ παράλληλα κρίνεται αναγκαία η εύρεση νέων τρόπων θεραπείας των βακτηριακών λοιμώξεων που οφείλονται σε ανάπτυξη βιομεμβράνης.

Η χρησιμότητα του ποσοτικού προσδιορισμού του αντιγόνου επιφανείας του ιού της ηπατίτιδας Β

Α. Χατζηγιάννη
Β΄ Πανεπιστημιακή Παθολογική Κλινική και Ομώνυμο Εργαστήριο, Ιπποκράτειο ΓΝΑ, Αθήνα

Περίληψη

Ο ποσοτικός προσδιορισμός του αντιγόνου επιφανείας (HBsAg) του ιού της ηπατίτιδας Β (HBV) σε ορό ασθενών με χρόνια HBV λοίμωξη, είχε στο παρελθόν επιχειρηθεί με τιτλοποίηση μέσω διαδοχικών αραιώσεων. Η εξέταση αυτή όμως δεν είχε βρει κλινική εφαρμογή λόγω της δυσκολίας της και της ταυτόχρονης ανάπτυξης της μοριακής διαγνωστικής και της μέτρησης του HBV DNA. Σήμερα, η μέτρηση του HBsAg πραγματοποιείται πλέον στο κλινικό εργαστήριο με απλές αυτοματοποιημένες μεθόδους. Την τελευταία δεκαετία έχει δημοσιευθεί στη διεθνή βιβλιογραφία μια πληθώρα, αναδρομικών κυρίως μελετών, που αφορούν τη μέτρηση του HBsAg στον ορό με τη νέα μεθοδολογία. Tα επίπεδα του HBsAg έχουν αξιολογηθεί στα 4 κύρια στάδια της φυσικής πορείας της λοίμωξης όπου φαίνεται ότι διαφέρουν ανάλογα με το γονότυπο του ιού. Η μέτρηση του HBsAg φαίνεται να βοηθάει κυρίως στην ασφαλή διάγνωση της ανενεργού φορίας του ιού. Πολύ χαμηλά επίπεδα HBsAg σε ανενεργούς φορείς της λοίμωξης σχετίζονται με αυτόματη απώλεια του αντιγόνου. Επίσης, τα επίπεδα του HBsAg έχουν συσχετισθεί με δείκτες αναπαραγωγής του HBV, όπως το HBV DNA στον ορό και το cccDNA στο ήπαρ, και έχουν μελετηθεί ως προγνωστικοί δείκτες διατηρούμενης απόκρισης σε θεραπεία και ακόλουθης HBsAg κάθαρσης. Σε ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα Β, HBeAg θετικούς ή αρνητικούς, η συγκέντρωσή του προ της θεραπείας και η μείωσή του κατά τη θεραπευτική αγωγή με ιντερφερόνη βοηθά στην πρόβλεψη της μακροχρόνιας μεταθεραπευτικής απόκρισης και της πιθανότητας κάθαρσής του από τον ορό. Στη θεραπεία με νουκλεοσ(τ)ιδικά ανάλογα, η αξία της μέτρησης του HBsAg δεν έχει επιβεβαιωθεί και μελετάται ως δείκτης διακοπής μακροχρόνιας επιτυχούς θεραπείας κυρίως στη HBeAg αρνητική ηπατίτιδα.

Το φαρυγγικό επίχρισμα στη διάγνωση της οξείας στρεπτοκοκκικής φαρυγγίτιδας

Ε. Καλογεροπούλου1, Σ. Δαμιανίδου1, Γ. Βρυώνη2
1 Εργαστήριο Κλινικής Μικροβιολογίας, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο «Αττικόν», Χαϊδάρι, Αττική
2 Εργαστήριο Μικροβιολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα

Περίληψη

Η οξεία φαρυγγίτιδα αποτελεί μια από τις συχνότερες αιτίες επίσκεψης στο γιατρό. Τα αίτια είναι ιογενή κυρίως, αλλά και βακτηριακά. Ο Streptococcus pyogenes (β-αιμολυτικός Streptococcus ομάδας Α, Group A streptococci, GAS) αποτελεί το συχνότερο βακτηριακό αίτιο φαρυγγίτιδας και την κλασική ένδειξη χορήγησης αντιμικροβιακής θεραπείας. Η μικροβιολογική διάγνωση της στρεπτοκοκκικής φαρυγγίτιδας βασίζεται στην καλλιέργεια φαρυγγικού επιχρίσματος, που αποτελεί το «χρυσό πρότυπο», στις ταχείες δοκιμασίες ανίχνευσης αντιγόνου και στις μοριακές τεχνικές. Σκοπός της παρούσας ανασκόπησης είναι η περιγραφή των μεθόδων εργαστηριακής διάγνωσης της στρεπτοκοκκικής φαρυγγίτιδας και των ενδείξεων εφαρμογής τους, καθώς και η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων τους, μετά και από τις πρόσφατες (2013) οδηγίες της Αμερικάνικης Εταιρείας Λοιμώξεων (Infectious Diseases Society of America, IDSA). Αν και η διάγνωση στρεπτοκοκκικής φαρυγγίτιδας φαίνεται εύκολη, εντούτοις υπάρχουν σημεία που πρέπει κανείς να προσέξει, τόσο στη συμβατική τεχνική (καλλιέργεια), όσο και στις νεότερες τεχνικές, ώστε το αποτέλεσμα να είναι αξιόπιστο. Και βέβαια, μόνο ένα τέτοιο εργαστηριακό αποτέλεσμα μπορεί να οδηγήσει στη σωστή θεραπευτική αντιμετώπιση και σε ορθολογική χρήση των αντιμικροβιακών σκευασμάτων.

Η θανατηφόρα ιστορία του ιού Ebola (1976-2014)

Κ. Τσιάμης, Γ. Βρυώνη, Ν. Σπανάκης, Α. Τσακρής

Εργαστήριο Μικροβιολογίας Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Περίληψη

Η παρούσα εργασία παρουσιάζει την ιστορία των επιδημιών του ιού Ebola από το 1976 έως τις ημέρες μας. Ο ιός Ebola ανήκει στην οικογένεια Filoviridae (νηματοϊοί), προκαλεί αιμορραγικό πυρετό και ο δείκτης θνητότητάς του είναι υψηλός (case fatality rate 50-90%). Από το 1976 έως την φετινή επιδημία σε χώρες της Δυτικής Αφρικής, και συγκεκριμένα Γουινέα, Λιβερία, Σιέρρα Λεόνε και Νιγηρία, ο ιός Ebola ευθύνεται για 32 επιδημίες. Οι επιδημίες του Ebola προκαλούν πανικό και μεγάλη κοινωνική αναστάτωση. Η υψηλή μεταδοτικότητά του και η ελλειπής υγιεινομική οργάνωση των Αφρικανικών χωρών αποτελούν παράγοντες που αναγκάζουν τον Π.Ο.Υ. να βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση και να λαμβάνει μέτρα κατά της εξάπλωσής του.

Λεμφοδερματική σποροτρίχωση: πρώτη επιβεβαιωμένη περίπτωση στην Ελλάδα και βιβλιογραφική ανασκόπηση

 Μ. Δρογκάρη-Απειρανθίτου1, Γ. Ξηροτάγαρος2, Κ. Τσαμάκης2, Σ. Θεοτόκογλου2, Π. Τόφας1, Δ. Ρηγόπουλος2, Γ. Πετρίκκος1

1 Δ΄ Παθολογική Κλινική, Νοσοκομείο «ΑΤΤΙΚΟΝ», Ιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

2 Β΄ Κλινική Αφροδισίων & Δερματικών Νόσων, Νοσοκομείο «ΑΤΤΙΚΟΝ», Ιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Περίληψη

Η σποροτρίχωση είναι μία υποδόρια μυκητιακή λοίμωξη η οποία προκαλείται από είδη του δίμορφου μύκητα Sporothrix και συναντάται πολύ σπάνια στις Ευρωπαϊκές χώρες. Περιγράφεται περίπτωση εισαγόμενης λεμφοδερματικής σποροτρίχωσης σε Έλληνα άνδρα 22 ετών. Ο ασθενής έφερε εξελκωμένες βλάβες με οζίδια στη δεξιά τραχηλική περιοχή. Η μόλυνση επήλθε κατά την διάρκεια επίσκεψής του στην Κολομβία. Η διάγνωση τέθηκε με καλλιέργειες δερματικών ξεσμάτων και ιστού από μερική κυκλική βιοψία στους 30°C, κατά τις οποίες αναπτύχθηκε υφομύκητας με μακρο- και μικροσκοπικά χαρακτηριστικά Sporothrix spp. Η ταυτοποίηση επιβεβαιώθηκε με την ανάπτυξη του μύκητα στους 37°C σε μορφή ζυμομύκητα. Μοριακή ανάλυση επιβεβαίωσε τη συγγένεια του μολυσματικού στελέχους με στελέχη από τη Λατινική Αμερική. Ο ασθενής έλαβε ιτρακοναζόλη 200 mg per-os καθημερινά για 4 μήνες και παρουσίασε ίαση. Σύμφωνα με τα δεδομένα της βιβλιογραφίας πρόκειται για την πρώτη δημοσιευμένη περίπτωση σποροτρίχωσης στην Ελλάδα από το 1969 και την πρώτη περίπτωση σποροτρίχωσης στην Ελλάδα τεκμηριωμένη και μοριακά. Με την ευκαιρία αυτή και υπό το φως νέων εξελίξεων στην μοριακή επιδημιολογία της νόσου αυτής παρατίθεται και σύντομη βιβλιογραφική ανασκόπηση.