Η σύφιλη τον 21ο αιώνα: Η «επιστροφή»
Βασίλειος Παπαρίζος, Βαρβάρα Βασάλου, Ελένη Παπαρίζου
Μονάδα Ειδικών Λοιμώξεων, Νοσοκομείο Δερματικών και Αφροδισίων Νόσων «Α. Συγγρός»
Την τελευταία εικοσαετία παρατηρείται συνεχής ανοδική τάση στην επίπτωση της σύφιλης και
άλλων Σεξουαλικώς Μεταδιδομένων Νοσημάτων (ΣΜΝ). Η αύξηση αυτή στις βιομηχανικές χώρες
εντοπίζεται σε μεγάλη αναλογία σε πληθυσμούς ομοφυλόφιλων ανδρών με επικίνδυνη σεξουα-
λική συμπεριφορά και αντανακλά επίταση, αλλά και εξάπλωση της συμπεριφοράς αυτής.
Στις αιτίες του φαινομένου περιλαμβάνονται σημαντικές οικονομικές, κοινωνικές και τεχνολογικές
μεταβολές, αλλά και εξελίξεις στη θεραπεία και την φαρμακευτική πρόληψη της HIV λοίμωξης,
που σε μεγάλο βαθμό απαλλάσσουν από τον φόβο της.
Με τα δεδομένα αυτά, η Δημόσια Υγεία πρέπει να επαγρυπνά για την αντιμετώπιση της επιδεί-
νωσης αυτής, αναπροσαρμόζοντας τις στρατηγικές πρόληψης.
Λέξεις κλειδιά: Σύφιλη, Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα,HIV, Επιδημιολογία
In vitro αντιβακτηριακή δράση τεσσάρων εκχυλισμάτων φυτών χρησιμοποιούμενων στην παραδοσιακή θεραπευτική από την περιοχή του Omo στην νότια Αιθιοπία
Sintayehu Gobezie1, Aseer Manilal1, Mohammed Seid1, Ermias Lulekal2, Tsegaye Yohanes1,Teklu Wegayehu3
1 Department of Medical Laboratory Science, College of Medicine and Health Sciences, Arba Minch University, Arba
Minch, Ethiopia
2 Department of Plant Biology and Biodiversity Management, College of Natural and Computational Sciences,
Addis Ababa University, Ethiopia
3 Department of Biology, College of Natural Sciences, Arba Minch University, Arba Minch, Ethiopia
Ο έλεγχος φυτών που χρησιμοποιούνται στην παραδοσιακή θεραπευτική μπορεί δυνητικά να προσφέρει αξιοποιήσιμες πληροφορίες σχετικά με αντιμικροβιακά δραστικές ουσίες. Η παρούσα μελέτη εκτίμησε την αντιβακτηριακή δράση ακατέργαστων εκχυλισμάτων τεσσάρων θεραπευτικών φυτών, in vitro, έναντι πρότυπων στελεχών από το ATCC (American Type Culture Collection) (δύο Gram-θετικά και επτά Gram- αρνητικά βακτήρια) και κλινικών στελεχών πολυανθεκτικών (MDR) βακτηρίων (δύο Gram-θετικά και τρία Gram-αρνητικά βακτήρια), εφαρμόζοντας μέθοδο διάχυσης σε άγαρ. Βάσει εθνοβοτανικών δεδομένων, επιλέχθηκαν τέσσερα φυτά τα οποία συνελέγησαν από διαφορετικές περιοχές του νοτίου Omo. Φύλλα (Aloe pirottae, Kosteletzkya begoniifolia και Uvaria leptocladon) και ρίζες (Grewia schweinfurthii) των φυτικών ειδών υπέστησαν εκχύλιση με τη χρήση έξι διαφορετικών οργανικών διαλυτών. Τα φυτά που εμφάνισαν τους μεγαλύτερους δείκτες δραστικότητας μελετήθηκαν ακολούθως και έναντι MDR βακτηριακών στελεχών και υπολογίσθηκαν οι ελάχιστες ανασταλτικές και βακτηριοστατικές συγκεντρώσεις [MIC (minimum inhibitory concentration) και MBC (minimum bactericidal concentration)] για το πλέον δραστικό φυτικό εκχύλισμα. Τα αποτελέσματα του αρχικού ελέγχου κατέδειξαν ότι δύο φυτά (K. begoniifolia και U. leptocladon) εμφάνισαν υψηλή δραστικότητα έναντι ATCC στελεχών. Το εκχύλισμα οξικού αιθυλεστέρα του U.leptocladon εμφάνισε τη μέγιστη ζώνη αναστολής, μεταξύ 20 ±1.15 mm έως 40±1.45 mm έναντι Gram-αρνητικών βακτηρίων, και 21±0.58 mm έως 28±2.03 mm έναντι Gram- θετικών βακτηρίων. Παρόμοια, εκχυλίσματα του K. begoniifolia στον ίδιο διαλύτη παρουσίασαν ζώνη αναστολής εύρους 10±0.33 mm και 20±1.15 mm έναντι Gram-θετικών και Gram-αρνητικών βακτηρίων αντίστοιχα. Τα αποτελέσματα του περαιτέρω ελέγχου κατέδειξαν ότι το εκχύλισμα σε οξικό αιθυλεστέρα του U. leptocladon κατέστειλε αποτελεσματικά την ανάπτυξη MDR βακτηριακών στελεχών. Συνολικά, η μελέτη συμπέρανε πως και τα τέσσερα φυτά εμφανίζουν, κυμαινόμενου εύρους, αντιβακτηριακές δραστηριότητες. Το εκχύλισμα οξικού αιθυλεστέρα του U. leptocladon εμφάνισε την ευρύτερη και υψηλότερη αντιβακτηριακή δραστικότητα, εύρους 15.7±0.3 έως 23.7±0.7 mm με τη μέθοδο διάχυσης σε άγαρ, ενώ οι τιμές MIC του U. leptocladon έναντι Gram-αρνητικών βακτηρίων κυμάνθηκαν μεταξύ 7.8 και 125 μg/ml και οι αντίστοιχες τιμές MBC μεταξύ 15 και 500 μg/ml. Οι αντίστοιχες τιμές MIC και MBC βρέθηκαν στο ελάχιστο, 125 μg/ml και 500 μg/ml αντίστοιχα, για τα Gram-θετικά βακτήρια. Συνολικά τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν το ουσιαστικό της χρήσης του U. leptocladon στην παραδοσιακή θεραπευτική ως αντιβακτηριακού παράγοντα.
Λέξεις κλειδιά: αντιμικροβιακή δράση, θεραπευτικά φυτά, νότιο Omo, U. leptocladon, A. pirottae, G. schweinfurthii, K. begoniifolia.
Πρόπολη: Βιοενεργά μόρια με αντιμικροβιακή δράση
Σταυρούλα Μαμούχα, Αναστασία Προμπονά
Ινστιτούτο Βιοεπιστημών και Εφαρμογών, Εθνικό Κέντρο Έρευνας Φυσικών Επιστημών ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ,
Αγ. Παρασκευή, Αττική
Η πρόπολη είναι ένα φυσικό προϊόν το οποίο παράγεται από τις μέλισσες μέσω της συλλογής φυτικών ρητινών. H χημική της σύσταση καθορίζεται από την βοτανική και γεωγραφική της προέλευση, την εποχή συλλογής της, αλλά και από τον τρόπο εκχύλισης. Στην παρούσα εργασία πραγματοποιήθηκαν μελέτες με δείγματα πρόπολης τα οποία είχαν συλλεχθεί από την
περιοχή Μορφοβούνι Καρδίτσας. Οι μελέτες αφορούσαν την επιλογή του διαλύτη εκχύλισης, τον τρόπο εκχύλισης και τον έλεγχο της παρουσίας βιοενεργών μορίων με αντιμικροβιακή δράση. Για τις βιοδοκιμές χρησιμοποιήθηκαν εκχυλίσματα πρόπολης από 95% ή 70% αιθανόλη και τα εξής πρότυπα βακτηριακά στελέχη: Staphylococcus aureus ATCC 29213, Micrococcus luteus ATCC 934 και Escherichia coli ATCC 25922. Εφαρμόστηκε η μέθοδος διάχυσης δίσκων αντιμικροβιακής ουσίας σε άγαρ (Disk Diffusion Assay) και η μέθοδος διάχυσης αντιμικροβιακής ουσίας από πηγαδάκια (Well Diffusion Assay). Τα αποτελέσματα της παρούσας εργασίας (διάμετρος ζώνης αναστολής ανάπτυξης για S. aureus και M. luteus 2±0,3cm και 1,8±0,2cm αντίστοιχα) αποδεικνύουν ότι τα εξεταζόμενα δείγματα πρόπολης έχουν αντιμικροβιακή δράση έναντι των υπό έλεγχο Gram-θετικών μικροοργανισμών.
Λέξεις κλειδιά: πρόπολη, αντιμικροβιακή δράση,διαλύτης εκχύλισης
Καταγραφή περιστατικών υδατίδωσης σε πέντε νοσοκομεία της Αττικής τα έτη 2005-2012
Γεώργιος Τσιούλος1, Μαρία Μαΐση2, Ευδοκία Βασσάλου3, Εμμανουέλα Μαΐση4, Μαριέττα Κονταρίνη5,
Εμμανουήλ Παπαδογιαννάκης5
1 Ακτινολογικό Εργαστήριο Γ.Ν. Βενιζέλειο Ηρακλείου
2 Αιματολογικό Εργαστήριο Γ.Ν. Βενιζέλειο Ηρακλείου
3 Τμήμα Δημόσιας και Κοινοτικής Υγείας-Σχολή Δημόσιας Υγείας-Πανεπιστήμιο Δυτ. Αττικής
4 Οδοντιατρική Κλινική ΠΑ.Γ.Ν. Ηρακλείου
5 Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας-Σχολή Δημόσιας Υγείας-Πανεπιστήμιο Δυτ. Αττικής
Εισαγωγή: Η εχινοκοκκίαση είναι παρασιτική νόσος που προκαλείται από τους κεστώδεις σκώληκες του γένους Echinococcus. Σήμερα αναγνωρίζονται τέσσερα είδη, τα E. granulosus, E. multilocularis, E. vogeli και E. oligarthrus με κύρια παθογόνα για τον άνθρωπο τα δύο πρώτα. Στην Ελλάδα επικρατεί το E. granulosus τελικοί ξενιστές του οποίου είναι ο σκύλος και άλλα άγρια
κυνοειδή.
Σκοπός: H καταγραφή των περιστατικών υδατίδωσης τα έτη 2005-2012 σε πέντε νοσοκομεία και η διαπίστωση της δήλωσης ή μη του νοσήματος μετά από σύγκριση με τα καταγεγραμμένα κρούσματα στο ΚΕΕΛΠΝΟ.
Μέθοδος: Καταγράφηκαν τα κρούσματα εχινοκοκκίασης που χειρουργήθηκαν όσον αφορά στο φύλο, την εθνικότητα, την ηλικία του ασθενούς, την εντόπιση των κύστεων, την παρουσία ανθελμινθικών αντισωμάτων και ηωσινοφιλίας, την αύξηση των ηπατικών ενζύμων και της χολερυθρίνης και τέλος την εμφάνιση υποτροπής. Στη συνέχεια έγινε αριθμητική σύγκριση των κρουσμάτων με τα δηλωμένα κρούσματα του πρώην ΚΕΕΛΠΝΟ (νέος φορέας ΕΟΔΥ) από το 2005-2012.
Αποτελέσματα: Στα 58 περιστατικά που καταγράφηκαν,τα μισά περίπου ήταν άνδρες και τα περισσότερα ήταν ελληνικής καταγωγής.Στα 52 περιστατικά, τα 27 ήταν ηλικίας <60 ετών ενώ τα υπόλοιπα ηλικίας >60 ετών. Η συνηθέστερη εντόπιση ήταν στο ήπαρ με 52 περιστατικά, ως επί το πλείστον με μονήρη κύστη. Ανθελμινθικά αντισώματα βρέθηκαν θετικά στα 8/36 περιστατικά και ηωσινοφιλία μόνο σε 3/37 περιστατικά. Παρατηρήθηκε κάποια συσχέτιση με τη χολερυθρίνη και τα ηπατικά ένζυμα ενώ υποτροπή εμφανίστηκε στα 9/38 περιστατικά.
Συμπέρασμα: Στην Ελλάδα η εχινοκοκκίαση είναι αρκετά διαδεδομένη και συγκρίνοντας τα στοιχεία μας με τα δηλωμένα κρούσματα στο ΚΕΕΛΠΝΟ συμπεραίνουμε ότι είναι ένα υποδηλούμενο νόσημα.
Λέξεις κλειδιά: Ελλάδα, επιδημιολογία, εχινοκοκκίαση,υποδήλωση νοσημάτων