ΔΕΛΤΙΟ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2014 (ΤΟΜΟΣ 59, Τεύχος 4)

Ο ρόλος των Toll-like υποδοχέων στη φυσική ανοσία - Ανασκόπηση

Μ. Μαυρούλη, Β. Καψιμάλη, Α. Τσακρής

Εργαστήριο Μικροβιολογίας Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Περίληψη

Η φυσική ανοσία αποτελεί την πρώτη γραμμή άμυνας έναντι της εισβολής μικροβίων και βασίζεται στους υποδοχείς αναγνώρισης μοριακών προτύπων (PRRs), που ανιχνεύουν μοριακά πρότυπα παθογόνων μικροοργανισμών (PAMPs). Οι Toll-like υποδοχείς (TLRs), οι πιο διακεκριμένοι μεταξύ των PRRs, εντοπίζουν πιθανούς παθογόνους παράγοντες και ενεργοποιούν ενδοκυτταρικές οδούς μεταγωγής μηνυμάτων που επάγουν την παραγωγή προφλεγμονωδών μεσολαβητών. Για να ξεφύγουν από τη φλεγμονώδη απόκριση του ξενιστή, τα μικρόβια έχουν εξελίξει πολλαπλές στρατηγικές διαφυγής και υπονόμευσης του ανοσοποιητικού συστήματος. Εκτός από εξωγενή PAMPs, οι TLRs μπορούν να δεσμεύσουν μοριακά πρότυπα που παράγονται σε βλάβες ιστών ή κατά την κυτταρική απόπτωση (DAMPs). Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτή η αλληλεπίδραση οδηγεί σε ασυνήθιστη ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος και ανεξέλεγκτες φλεγμονώδεις αποκρίσεις, που συμβάλλουν στην ανάπτυξη νόσων. Μη λειτουργικές TLR και NF-κΒ εξαρτώμενες αποκρίσεις και πολυμορφισμοί ενός νουκλεοτιδίου (SNPs) στα TLR γονίδια μειώνουν την ικανότητα του ξενιστή να εξαπολύει κατάλληλη ανοσολογική απόκριση και χαρακτηρίζονται από αυξημένη ή μεταβαλλόμενη ευαισθησία σε λοιμώδη, φλεγμονώδη και αλλεργικά νοσήματα. Νέες ανοσοθεραπευτικές προσεγγίσεις αναπτύσσονται λαμβάνοντας υπόψη τόσο την ενεργοποίηση όσο και την καταστολή της δράσης των TLRs για την πιθανή παρέμβαση σε λοιμώδη νοσήματα. Πρόκληση αποτελεί η επίτευξη ισορροπίας μεταξύ της καταστολής και της διατήρησης της ωφέλιμης ανοσολογικής απόκρισης του ξενιστή.

Η Διοίκηση Απόδοσης (Utilization Management) στα Κλινικά Εργαστήρια - Ανασκόπηση

Σ. Διαμαντάτου,1,3 Γ. Βρυώνη,2 Α. Τσακρής,2 Χ. Στοφόρος,1 Θ. Παλάσκας1

Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών & Πολιτικών Επιστημών

Εργαστήριο Μικροβιολογίας, Ιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο «Αττικόν»Αθήνα

Περίληψη

Το συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον στον τομέα της υγείας οδηγεί ραγδαία και αναγκαία στην εκ νέου εκτίμηση του τρόπου διοίκησής του. Ειδικότερα, στη δημόσια φροντίδα υγείας, η ανάγκη για βελτίωση της απόδοσής της σε όρους αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας είναι επιτακτική. Για το λόγο αυτό, στο παρόν άρθρο, η συζήτηση μεταφέρεται από τη διαχείριση των κρίσεων στη στρατηγική διοίκηση με επικέντρωση στη διοίκηση απόδοσης (Utilization Management-UM). Ο καθοριστικής σημασίας ρόλος των κλινικών εργαστηρίων στον τομέα της υγείας μπορεί να ενισχυθεί με την υιοθέτηση της διοίκησης απόδοσης, η οποία θα συμβάλει στη βελτίωση της λειτουργίας τους, ώστε να παρέχουν ποιοτικότερες υπηρεσίες στους ασθενείς και άλλους χρήστες τους. Ο σκοπός της συγκεκριμένης μελέτης είναι, μέσα από ενδελεχή επισκόπηση της πλέον πρόσφατης σχετικής βιβλιογραφίας, να προσφέρει –στο υπό αναδιαμόρφωση ελληνικό σύστημα υγείας– μια νέα προσέγγιση στην οργάνωση και διοίκηση των κλινικών εργαστηρίων. Η σύγχρονη αυτή προσέγγιση του management υγείας, έχει αξία τόσο για τους ασθενείς όσο και για τους φορείς στους οποίους εφαρμόζεται, με αποτέλεσμα να λειτουργούν αποδοτικότερα και αποτελεσματικότερα στο πλαίσιο της νέας δημόσιας διοίκησης (new public management).

Συγκριτική επιδημιολογική μελέτη στελεχών Pseudomonas aeruginosa δύο χρονικών περιόδων σε τριτοβάθμιο νοσοκομείο -Ερευνητική Εργασία


Μ. Κουτσογιάννου,1 Ε. Δρούγκα,1 Α. Λιακόπουλος,2 Ε. Γελαστοπούλου,3 Ε. Πετεινάκη,2 Ε.Δ. Αναστασίου,1 Ι. Σπηλιοπούλου,1 Μ. Χριστοφίδου1
1Εργαστήριο Μικροβιολογίας, Τμήμα Ιατρικής, Πανεπιστήμιο Πατρών, Πάτρα
2Εργαστήριο Μικροβιολογίας, Τμήμα Ιατρικής, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Λάρισα
3Εργαστήριο Υγιεινής, Τμήμα Ιατρικής, Πανεπιστήμιο Πατρών, Πάτρα

Περίληψη

H Pseudomonas aeruginosa είναι ένα ευκαιριακά παθογόνο βακτήριο εμπλεκόμενο συχνά σε νοσοκομειακές λοιμώξεις. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η σύγκριση φαινοτυπικών και γονοτυπικών χαρακτηριστικών στελεχών P. aeruginosa που απομονώθηκαν στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών (ΠΓΝΠ) σε δύο χρονικές περιόδους. Συγκρίθηκαν δύο ομάδες κλινικών στελεχών P. aeruginosa. Η ομάδα Α περιλάμβανε120 στελέχη, τα οποία απομονώθηκαν κατά τη διάρκεια ενός έτους (2004), ενώ η ομάδα Β 240 στελέχη, τα οποία απομονώθηκαν κατά τη διάρκεια μιας διετίας (2006-2007) που ακολούθησε, με μεσολάβηση ενός έτους, στο ΠΓΝΠ. Τα στελέχη ταυτοποιήθηκαν σε επίπεδο είδους με φαινοτυπικές μεθόδους (Oxiferm, BD, BBL). Ο έλεγχος ευαισθησίας στα αντιβιοτικά στην ομάδα Α έγινε με Etest (bioMerieux, Marcy l’ Etoile, France), ενώ στην ομάδα Β με τη μέθοδο διάχυσης σε άγαρ με δίσκους, ενώ η MIC της κολιστίνης καθορίστηκε με Etest (bioMerieux), (CLSI 2008). O έλεγχος παραγωγής μεταλλο-β-λακταμασών (MBL) έγινε με διπλή ταινία Εtest-ΜΒL (bioMerieux). Η ορολογική τυποποίηση έγινε με 16 μονοδύναμους αντιορούς. Έγινε ανίχνευση των γονιδίων blaVIM, exoY, exoT, exoS και exoU με PCR, και προσδιορισμός της νουκλεοτιδικής αλληλουχίας του γονιδίου blaVIM στην ομάδα Β. Οι κλώνοι ταυτοποιήθηκαν με PFGE (SpeI) σε όλα τα στελέχη και επιπλέον με MLST στην ομάδα Β. Συγκρίθηκαν τα φαινοτυπικά και γονοτυπικά χαρακτηριστικά των στελεχών P. aeruginosa των δύο ομάδων.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, από τη φαινοτυπική και γονοτυπική ανάλυση των στελεχών αναδείχθηκε η επικράτηση πολυανθεκτικών P. aeruginosa (MDRPA) στελεχών, κυρίως οροτύπου O11, ιδιαίτερα στην Παθολογική κλινική τη χρονική περίοδο που αφορούσε την ομάδα Α και στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) τη χρονική περίοδο που αφορούσε την ομάδα Β. Πενήντα εννέα ασθενείς της χρονικής περιόδου που αφορούσε την ομάδα Α (59/120), κυρίως της Παθολογικής κλινικής, και 152 ασθενείς της χρονικής περιόδου που αφορούσε την ομάδα Β (152/240), κυρίως της ΜΕΘ, αποικίστηκαν ή παρουσίασαν λοίμωξη με MDRPA. Υψηλό ποσοστό MBL-θετικών στελεχών παρατηρήθηκε στην ομάδα Α σε σύγκριση με την ομάδα Β (45% vs 33%), κυρίως στην Παθολογική κλινική. Όλα τα MBL θετικά στελέχη της ομάδας Β έφεραν τα γονίδια blaVIM-2 ή blaVIM-1. Το γονίδιο exoU ανιχνεύθηκε κυρίως σε στελέχη της ΜΕΘ, ενώ το exoS σε στελέχη δειγμάτων των άλλων κλινικών στην ομάδα Β. Με την PFGE τα στελέχη της ομάδας Α διακρίθηκαν σε τέσσερις κύριους τύπους (A, B, C και D). Τα στελέχη της ομάδας Β διακρίθηκαν σε πέντε κύριους PFGE τύπους (a, d, b, c και s), διαφορετικούς από τους προηγούμενους, οι οποίοι συσχετίστηκαν με τους ST235, ST111, ST253, ST309 και ST639. Σημαντική πολυκλωνικότητα παρατηρήθηκε στην ομάδα Α σε σύγκριση με την ομάδα Β.

Συμπερασματικά, η παρούσα μελέτη περιγράφει δύο ανεξάρτητες κλωνικές επιδημικές εξάρσεις από MDRPA, οι οποίες αφορούσαν αρχικά την Παθολογική κλινική (ομάδα Α) και στη συνέχεια τη ΜΕΘ (ομάδα Β) του ΠΓΝΠ.

Η συνδρομή της Έδρας της Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών στην Ελληνική Σχολική Υγιεινή (1900-1920) - Ερευνητική Εργασία

Κ. Τσιάμης, Γ. Βρυώνη, Β. Καψιμάλη, Γ. Αρσένης, Α. Τσακρής

Εργαστήριο Μικροβιολογίας Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Περίληψη

Αντικείμενο της εργασίας είναι η συμβολή της Έδρας Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην οργάνωση και εξέλιξη των σχολικών ιατρικών υπηρεσιών την περίοδο 1900-1920. Στις αρχές του 20ού αιώνα η παιδική νοσηρότητα και θνησιμότητα στην Ελλάδα ήταν σε υψηλά ποσοστά. Οι τραγικές υγειονομικές συνθήκες των ελληνικών σχολείων, ώθησαν τον καθηγητή Μικροβιολογίας Κωνσταντίνο Σάββα και τον συνεργάτη του Εμμανουήλ Λαμπαδάριο, να εισάγουν τις αρχές της Σχολικής Υγιεινής στην Ελλάδα. Η υπηρεσία Σχολικής Υγιεινής του Υπουργείου Δημοσίας Εκπαιδεύσεως καθόρισε τους κανόνες κατασκευής των σχολείων και καταπολέμησε τα λοιμώδη νοσήματα, όπως ευλογιά, ιλαρά, οστρακιά, διφθερίτιδα, μηνιγγίτιδα κ.ά. Η συνεισφορά της Ελληνικής Μικροβιολογίας στην Σχολική Υγιεινή κρίνεται σημαντική και επιτυχημένη, βάσει της σταδιακής μείωσης της παιδικής θνησιμότητας μέχρι το 1920.

Περίπτωση ξηράς γάγγραινας δεξιάς άκρας χειρός από Vibrio vulnificus μετά από δήγμα καβουριού

Α. Γερογιώκας1, Ο. Ζαρκωτού1, Κ. Αυγουλέα1, Β. Μάμαλη1, Π. Τσελιώτη2, Α. Πρεκατές2, Κ. Θέμελη-Διγαλάκη1

1Μικροβιολογικό Εργαστήριο και 2Μονάδα Εντατικής Θεραπείας Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «Τζάνειο»

Περίληψη

Περιγράφεται περίπτωση ξηράς γάγγραινας δεξιάς άκρας χειρός από Vibrio vulnificus μετά από δήγμα καβουριού. Το V. vulnificus σχετίζεται με πρωτοπαθή σηψαιμία, μετά από κατανάλωση μολυσμένων θαλασσινών και με νεκρωτικές λοιμώξεις μαλακών μορίων, μετά από έκθεση πληγής σε μολυσμένο νερό. Οι λοιμώξεις είναι συνήθως ευκαιριακές και αφορούν άτομα ανοσοκατεσταλμένα ή με υποκείμενα νοσήματα.