ΔΕΛΤΙΟ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ – ΜΑΡΤΙΟΥ 2019 (ΤΟΜΟΣ 64, Τεύχος 1)

Ιολογική επιτήρηση της γρίπης στη Β. Ελλάδα, 2017/18

Αγγελική Μελίδου, Μαρία Εξηντάρη, Γεωργία Γκιούλα, Σουζάνα Βεργκίζι-Νικολακάκη, Μαρία Χριστοφορίδη, Αναστασία Ανδρεοπούλου, Θεανώ Γεωργακοπούλου, Αννα Παπά-Κονιδάρη

Εργαστήριο Μικροβιολογίας, Ιατρικό Τμήμα, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Εθνικό Κέντρο Αναφοράς Γρίπης Β. Ελλάδος)

Η γρίπη απασχολεί τη δημόσια υγεία με τις ετήσιες επιδημίες της. Στην παρούσα εργασία παρουσιάζονται τα αποτελέσματα του εργαστηριακού ελέγχου της γρίπης όπως πραγματοποιήθηκε στο Εθνικό Κέντρο Αναφοράς Γρίπης Β. Ελλάδος κατά το 2017-2018. Από την 40ή εβδομάδα 2017 έως και την 20ή του 2018, ελέγχθηκαν 740 δείγματα από περιπατητικούς ασθενείς με γριπώδη συνδρομή (δείγματα Sentinel) και από νοσηλευόμενους σε απλούς θαλάμους και σε ΜΕΘ. Ανιχνεύθηκαν με μοριακές μεθόδους 181 δείγματα, τα οποία καλλιεργήθηκαν σε κυτταρικές σειρές MDCK-SIAT και σε εμβρυοφόρα ωά όρνιθας. Ανευρέθησαν τρεις τύποι/υπότυποι ιών γρίπης, Α(Η1Ν1)pdm09, Α(Η3Ν2) και Β. Επικράτησαν κατά πολύ οι ιοί τύπου Β, σειράς Yamagata (75,1% των θετικών), ενώ η κυκλοφορία ιών Α(Η3Ν2) ήταν ελαχίστη (3,3% των θετικών). Καταγράφηκαν 15 θάνατοι, 5 οφειλόμενοι σε γρίπη Α(Η1Ν1)pdm09 και 10 σε Β. Ο γενικός Μ.Ο. ηλικίας ήταν 63,3 έτη και ειδικότερα για τα περιστατικά (Α(Η1Ν1)pdm09 ήταν 55 έτη, ενώ για τα Β 67,5 έτη. Για την πλειοψηφία των θανόντων αναφέρονται προϋπάρχουσες παθολογικές καταστάσεις. Ακολούθησε μοριακή ανάλυση της αιμοσυγκολλητίνης αντιπροσωπευτικών στελεχών, ώστε να διερευνηθεί η βιολογική εξέλιξη των κυκλοφορούντων ιών γρίπης και να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα του εμβολίου. Βάσει των μεταλλαγών και των αμινοξικών αντικαταστάσεων που αποκαλύφθηκαν, τα στελέχη Α(Η1Ν1)pdm09 παρουσίασαν αντιγονική συγγένεια με το στέλεχος του εμβολίου ενώ τα στελέχη Α(Η3Ν2) παρουσίασαν γενετική απόκλιση σε σχέση με αυτό. Τα στελέχη των ιών Β ανήκαν στη σειρά Yamagata, ο οποίος δεν περιλαμβανόταν στο τριδύναμο εμβόλιο της γρίπης, γεγονός που οδήγησε στην χαμηλή αποτελεσματικότητα του εμβολίου την περίοδο 2017-18. Ανιχνεύθηκαν δύο στελέχη Α(Η1Ν1)pdm09 ανθεκτικά στους αναστολείς νευραμινιδάσης (οσελταμιβίρη) με τη μετάλλαξη Η275Υ . Όπως συνιστά και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, η συνεχής επιτήρηση των ιών της γρίπης είναι απαραίτητη σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο.

Λέξεις Κλειδιά: γρίπη, Α(Η1Ν1)pdm09, Α(Η3Ν2), Β, εμβόλιο, ανθεκτικότητα

Έλεγχος του επιπέδου ανοσίας της ιλαράς σε εργαζόμενους παιδιατρικού νοσοκομείου και εφαρμογή συμπληρωματικού εμβολιασμού

Νικόλαος Γιορμέζης1, Βασιλική Διαμαντή2, Αναστασία Αγγελάτου1, Αικατερίνη Γατοπούλου1,3

1Βιοπαθολογικό-Βιοχημικό Τμήμα, 3Πρόεδρος Επιτροπής Νοσοκομειακών Λοιμώξεων, «Καραμανδάνειο» Γενικό Νοσοκομείο Παίδων Πατρών, Πάτρα. 2Ιατρός Βιοπαθολόγος, Πάτρα.

Σκοπός: Η ιλαρά είναι ιογενής εμπύρετη εξανθηματική νόσος υψηλής μεταδοτικότητας. Οι ενήλικες νοσούν σπανιότερα, αλλά βαρύτερα από τα παιδιά. Περί το 30% των ασθενών θα εμφανίσουν μία ή περισσότερες επιπλοκές, κάποιες πολύ σοβαρές. Από το 2017 διαπιστώθηκανστην Ευρώπη και στην Ελλάδα επιδημίες ιλαράς οφειλόμενες σε μη ή ατελή εμβολιασμό. Μεταξύ των ανεμβολίαστων ή των ατελώς εμβολιασθέντων ατόμων, συγκαταλέγονται και εργαζόμενοι σε χώρους παροχής Υπηρεσιών Υγείας. Σύμφωνα με το ΚΕΕΛΠΝΟ, πρέπει να εμβολιαστούν άμεσα όσοι έχουν γεννηθεί  μετά το 1970 και ή δεν έχουν νοσήσει στο παρελθόν, ή δεν έχουν κάνει και τις δύο δόσεις του εμβολίου MMR, ή δεν έχουν επιβεβαιώσει εργαστηριακά ότι είναι άνοσοι. Σκοπός της εργασίας ήταν ο ορολογικός έλεγχος ανοσίας έναντι της ιλαράς των εργαζομένων στο ¨Καραμανδάνειο¨ Νοσοκομείο Παίδων Πατρών, που έχουν γεννηθεί μετά το 1970 και η εφαρμογή συμπληρωματικού εμβολιασμού των ευρεθέντων επίνοσων εργαζομένων, λόγω έξαρσης της ιλαράς ιδίως στην Νότιο Ελλάδα και λόγω της άμεσης ή έμμεσης επαφής των εργαζομένων με σημαντικό αριθμό προσερχομένων στα Ε.Ι. και νοσηλευομένων με ιλαρά μικρών ασθενών στο Νοσοκομείο μας, το μοναδικό –εκτός Αττικής–Παιδιατρικό Νοσοκομείο στη χώρα μας. Υλικό-Μέθοδος: 73 εργαζόμενοι στο «Καραμανδάνειο» Νοσοκομείο, <48 ετών, ελέγχθησαν την περίοδο Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 2017, στο ανοσολογικό-ιολογικό εργαστήριο του Βιοπαθολογικού-Βιοχημικού Τμήματος του “Καραμανδανείου”  για ειδικά IgG abs έναντι του ιού της ιλαράς με SERION ELISA classic Measles Virus IgG/IgM μέθοδο. Προστατευτικός τίτλος ειδικών αντισωμάτων IgG, υποδηλών ανοσία, θεωρείται ο >200 mIU/ml, ως γκρίζα ζώνη IgG θεωρείται ο τίτλος 150-200 mIU/ml και ως μη προστατευτικός ο τίτλος αντισωμάτων IgG < 150 mIU/ml. Αποτελέσματα: Από τους 73 ελεγχθέντες εργαζόμενους του Νοσοκομείου μας, 59 εργαζόμενοι (80,82%) είχαν ανοσία (IgG+) έναντι της ιλαράς, 1 εργαζόμενος (1,37%) είχε IgG abs στην γκρίζα ζώνη και 13 (17,81%) ευρέθησαν με χαμηλό τίτλο (IgG-), στους οποίους έγιναν άμεσα πλήρεις εμβολιασμοί (MMR). Συμπεράσματα: Παρά την έξαρση της νόσου στην περιοχή μας και τις συνεχείς εισαγωγές παιδιών με ιλαρά στο «Καραμανδάνειο» Νοσοκομείο Παίδων Πατρών, το μοναδικό –εκτός Αττικής– Παιδιατρικό Νοσοκομείο στη χώρα μας και παρά το σημαντικό ποσοστό 19,18% των επίνοσων εργαζομένων στο Παιδιατρικό μας Νοσοκομείο, ουδείς εργαζόμενος στο «Καραμανδάνειο» ενόσησε από ιλαρά, χάρις στον ορολογικό έλεγχο και στους άμεσους πλήρεις εμβολιασμούς (MMR), ως η μόνη στρατηγική προστασίας, δημιουργίας ανοσίας «αγέλης» και εξάλειψης μίας αφυπνεισθήσας νόσου.

Λέξεις κλειδιά: Ιλαρά, ορολογικός έλεγχος, ανοσία, επίνοσοι εργαζόμενοι, Παιδιατρικό Νοσοκομείο, εμβολιασμοί

Αυξημένη αντοχή στην κολιστίνη καρβαπενέμη-ανθεκτικών εντεροβακτηριακών σε τριτοβάθμιο νοσοκομείο στο Quito του Εκουαδόρ

Santiago Moisés Garrido, David Israel Garrido, Leonel Rene Calvopiña, Betty Elizabeth Marcillo, Patricia del Carmen Ramírez, Gina Vivas

Hospital de Especialidades de las Fuerzas Armadas N1, Microbiology Department Quito-Ecuado

Σκοπός της μελέτης ήταν η διερεύνηση αντοχής στην κολιστίνη καρβαπενέμη-ανθεκτικών εντεροβακτηριακών (Carbapenem-Resistant Enterobacteriaceae, CRE). Υλικό αποτέλεσαν στελέχη CRE τα οποία συλέγχθησαν το διάστημα 2015 έως Ιούνιο 2018 στο Μικροβιολογικό Εργαστήριο του Hospital de Especialidades de las Fuerzas Armadas N°1 στο Quito του Εκουαδόρ. Ακολούθησε ανάλυση τόσο των επιδημιολογικών δεδομένων των ασθενών από τους οποίους προέρχονταν τα συγκεκριμένα στελέχη, όσο και των μικροβιολογικών δεδομένων τους. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, απομονώθηκαν 88 CRE στελέχη από 67 συνολικά ασθενείς. Από αυτούς οι πλειονότητα ήταν άνδρες (από 57.89% έως 81.82%, τα διάφορα έτη) και με ηλικία άνω των 60 ετών (από 57.33% έως 90.91%, τα διάφορα έτη). Τα πιο συχνά είδη ήταν Klebsiella pneumoniae (από 57.69% έως 93.33%, τα διάφορα έτη), και στη συνέχεια K. oxytoca, Enterobacter cloacae, Escherichia coli, Citrobacter freundii και Serratia marcescens. Παρατηρήθηκε μείωση του αριθμού των ασθενών με CRE λοίμωξη κατά τη διάρκεια των ετών της μελέτης: 24 ασθενείς το 2015, 19 το 2016, 13 το 2017 και 11 το 2018. Όλα τα στελέχη έφεραν το γονίδιο blaKPCκαι είχαν 100 % αντοχή σε αμινοπενικιλλίνες, μόνες και σε συνδυασμό με αναστολείς β-λακταμασών, ουρεϊδοπενικιλλίνες, κεφαλοσπορίνες, σιπροφλοξασίνη και καρβαπενέμες. Αντίθετα σε αμινογλυκοσίδες και κολιστίνη παρουσίαζαν ποικίλα αποτελέσματα αντοχής. Έτσι αντοχή στην κολιστίνη καταγράφηκε σε στελέχη K. pneumoniaeτων ετών 2017 και 2018, και όχι σε αυτά των ετών 2015 και 2016. Τα ευρήματα της συγκεκριμένης μελέτης ήταν παρόμοια με αυτά άλλων μελετών, οι οποίες επίσης παρουσιάζουν τα τελευταία χρόνια αύξηση αντοχής στην κολιστίνη. Εντούτοις, χρειάζονται περισσότερες μελέτες για να δείξουν την έκταση του συγκεκριμένου προβλήματος σε σχέση και με τη δημόσια υγεία.

Λέξεις κλειδιά: Καρβαπενέμη-ανθεκτικά Enterobacteriaceae; CRE; κολιστίνη; αντοχή

Μελέτη της αντιβακτηριακής δράσης νέων παραγώγων πυρανοπυραζόλης: pyrazolo 1,2-b phtalazine και bis-pyrazole

Masoud Hamidi1,2, Nahid Ramezanpour2, Fatemeh Karimitabar1,2,*, Ardeshir Khazaei3, Mohammad Ali Zolfigol3, Iraj Nikokar2, Rasool Mirzaei2, Afshin Vanak Araghian2

1Food and Drug Research Center, Vice-Chancellery of Food and Drug, Guilan University of Medical Sciences, Rasht, Iran; 2Medical Biotechnology Research Center, Faculty of Paramedicine, Guilan University of Medical Sciences, Rasht, Iran; 3Faculty of Chemistry, Bu-Ali Sina University, Hamedan, Iran

Τα τελευταία χρόνια, λόγω των αυξανόμενων αντοχών στα αντιβιοτικά, συνθετικά παραγόμενες νέες ουσίες μελετώνται ως υποψήφια νέα αντιμικροβιακά φάρμακα. Στην παρούσα μελέτη εξετάζεται η δράση νέων παραγώγων πυρανοπυραζόλης, συγκεκριμένα pyra-zolo[1,2-b]phtalazine και bis-pyrazole, έναντι στελεχών Bacillus cereus, Escherichia coli, Pseudomonas aeruginosa, Staphylococcus aureusκαι Enterococcus faecalis. Συνολικά μελετήθηκαν 12 ουσίες. Τέσσερεις από αυτές, a, b, c και d* σε τελική συγκέντρωση 1 mg/mL σε dimethyl sulfoxide (DMSO) με τη μέθοδο διάχυσης δίσκων και μέθοδο αραιώσεων σε ζωμό (σύμφωνα με το CLSI), βρέθηκαν δραστικές. Συγκεκριμένα, εναιώρημα 0,5 McF εκάστου μικροβιακού στελέχους επιστρώθηκε σε Muller Hinton άγαρ και προστέθηκε δισκίο χαρτιού 9.6 mm εμποτισμένο με 100μl της υπό εξέταση ουσίας. Μετά από επώαση 24 ωρών σε 37ºC έγινε μέτρηση των διαμέτρων αναστολής ανάπτυξης των υπό μελέτη μικροβιακών στελεχών. Ως αρνητικός μάρτυρας χρησιμοποιήθηκε δισκίο εμποτισμένο με DMSO και ως θετικός δισκίο γενταμικίνης. Όλα τα πειράματα έγιναν τρεις φορές και αξιολογήθηκαν οι μέσες τιμές. Αποτελέσματα με διάμετρο αναστολής ανάπτυξης μικροβίου ≥ 8mm μελετήθηκαν περαιτέρω ποσοτικά με μακρομέθοδο αραιώσεων σε ζωμό για καθορισμό της Ελάχιστης Ανασταλτικής Συγκέντρωσης (MIC). Ως τιμή MIC καθορίστηκε η ποσότητα ουσίας στο σωληνάριο χωρίς ορατή μικροβιακή ανάπτυξη. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η MIC για τις ουσίες c και d έναντι S. aureusήταν 64 μg/ml. Οι μελετούμενες ουσίες ήταν δραστικές μόνο έναντι του S. aureus. Σύγκριση των τιμών ζωνών αναστολής (22±0.4) και MIC μεταξύ της παρούσας μελέτης και αυτών από τη βιβλιογραφία έδειξε την αξία των ουσιών c και d έναντι στελεχών S. aureus, αλλά όχι έναντι των λοιπών υπό μελέτη στελεχών B. cereus, E. coli, P . aeruginosa,και E. faecalis.

*a:3,3-bis(5-hydroxy-3-methyl-1-phenyl-1H-pyrazol-4-yl)indolin-2-oney b: 1-benzyl-3,3-bis(5-hydroxy-3-methyl-1-phenyl-1H-pyrazol-4-yl)indolin-2-one c: 6′-amino-3′-methyl-1-(3-(naphthalen-2-yloxy)propyl)-2-oxo-1′-phenyl-1’H-spiro[indoline-3,4′-pyrano[2,3-c]pyrazole]-5′-carbonitrile d: 3′-amino-1-(3-(naphthalen-2-yloxy)propyl)-2,5′ ,10′-trioxo-5′ ,10′-dihydrospiro[indoline-3,1′-pyrazolo[1,2-b]phthalazine]-2′-carbonitrile

Λέξεις κλειδιά: Αντιβακτηριακή δράση, αντιβιοτική αντοχή, μέγιστη ζώνη αναστολής, ελάχιστη ανασταλτική συγκέντρωση, ισατίνη

Χαρακτηρισμός της οφειλόμενης σε αντλίες εκροής αντοχή στις φλουοροκινολόνες μεταξύ κλινικών στελεχών Pseudomonas aeruginosa που απομονώθηκαν στο ΒΑ Ιράν και συσχέτισή τους με τη θνητότητα μολυσμένων με τα στελέχη αυτά ασθενών

Maedeh Amiri Rudy1, Samaneh Dolatabadi1, Hosna Zare2,3,4, Kiarash Ghazvini2,3*
1Department of Microbiology, School of Medicine, Islamic Azad University of Neyshabur
2Antimicrobial Resistance Research Center, Mashhad University of Medical Sciences, Mashhad, Iran.
3Department of Microbiology and Virology, school of Medicine, Mashhad University of Medical Sciences,
Mashhad, Iran.
4Student Research Committee, Mashhad University of Medical Sciences, Mashhad, Iran.

Το μικρόβιο Pseudomonas aeruginosa είναι ευκαιριακό παθογόνο το οποίο προκαλεί σοβαρέςνοσοκομειακές λοιμώξεις
και παρουσιάζει υψηλά επίπεδα αντοχής στα αντιβιοτικά. Η αντοχή στις φλουοροκινολόνες οφείλεται κυρίως στην
υπερέκφραση αντλιών εκροής, καθώς και σε συγκεκριμένες σε αυτές μεταλλάξεις. Ο μεταφορέας εκροής πολλών
φαρμακευτικών ουσιώνMexB στην αντλία MexAB-OprM είναι ένας από τους κυριότερους μηχανισμούς αντοχής. Η
παρούσα μελέτη σκοπό είχε τη μελέτη συχνότητας αντοχής στις φλουοροκινολόνες κλινικώνστελεχών P. aeruginosa
στην πόλη Mashhad του Iran. Μελετήθηκαν 150 στελέχη P. aeruginosa που απομονώθηκαν από νοσηλευόμενους ασθενείς
στις Μονάδες Εγκαυμάτων και ΕντατικήςΘεραπείας δύο κύριων νοσοκομείων στην πόλη Mashhad. Η αρχική ταυτοποίηση
των βακτηρίων έγινε με τις κλασικές βιοχημικές δοκιμασίες και ακολούθησε έλεγχος αντοχής έναντι 11
αντιβιοτικών και μέτρηση της Ελάχιστης Ανασταλτικής Συγκέντρωσης (MIC) σε σιπροφλοξασίνη, λεβοφλοξασίνη
και οφλοξασίνη. Η παρουσία, τέλος του mexB γονιδίου μελετήθηκε με PCR μεθοδολογία.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, 132 στελέχη (88%) παρουσίαζαν πολυαντοχή, 8(5.3%) ήταν πλήρως ευαίσθητα
και 10 (6.6%) παρουσίαζαν πλήρη αντοχή. Ανιχνεύθηκαν 76 (50.8) σιπροφλοξασίνη-ανθεκτικά στελέχη και ταυτόχρονα
παρουσίαζαν αντοχή σε ένα ή περισσότερα από τα υπόλοιπα υπό έλεγχο αντιβιοτικά. Κανένα στέλεχος δεν παρουσίαζε αντοχή
στην κολιστίνη. Σύμφωνα με την PCR, 42% των υπό μελέτη στελεχών είχαν το mexB γονίδιο
και mexABoprM οπερόνιο, και το φαινόμενο αυτό ήταν πιο συχνό (80%) μεταξύ των σιπροφλοξασίνη-ανθεκτικών στελεχών.
Συμπερασματικά, στην παρούσα μελέτη απομονώθηκε μεγάλος αριθμός πολυανθεκτικών στελεχών P. aeruginosa και,
τόσο η αντοχή στην σιπροφλοξασίνη, όσο και η πολυαντοχή,οφειλόταν πολύ συχνά σε υπερέκφραση αντλιών εκροής.
Σύμφωνα, τέλος, με τα αποτελέσματα, υπήρχε στενή συσχέτιση μεταξύ του mexB γονιδίου και της θνητότητας των ασθενών.

Λέξεις κλειδιά: Pseudomonas aeruginosa, φλουοροκινολόνες, αντοχή, mexB γονίδιο, αντλία εκροής

Ανάλυση in silicoγονιδίων σχετιζόμενων με αντοχή στην τετρακυκλίνη στελεχών Acinetobacter baumannii και της ποικιλομορφίας της πρωτεΐνης έκφρασής τους

Vijayashree Priyadharsini J1, Smiline Girija AS2, Paramasivam A1

1Biomedical research unit and laboratory animal centre-Dental research cell (BRULAC-DRC), Saveetha Dental College, Saveetha Institute of Medical and Technical Sciences [SIMATS], Saveetha University, Poonamallee High Road, Chennai – 600 077, Tamilnadu, India 2Department of Microbiology, Saveetha Dental College, Saveetha Institute of Medical and Technical Sciences [SIMATS], Saveetha University, Poonamallee High Road, Chennai – 600 077, Tamilnadu, India

Τα αυξανόμενα ποσοστά αντοχής στα αντιβιοτικά αποτελεί σοβαρή απειλή για τη δημόσια υγεία. Το Acinetobacter baumannii αποτελεί νοσοκομειακό παθογόνο το οποίο φέρει ποικιλία γονιδίων αντοχής, με αποτέλεσμα να καταφέρνει να διαφεύγει των συνηθισμένων χρησιμοποιούμενων για θεραπεία αντιμικροβιακών. Στην παρούσα μελέτη γίνεται γονοτυπική ανάλυση του γονιδίου αντοχής στην τετρακυκλίνη στελεχών A. baumannii με αντοχή στο συγκεκριμένο αντιβιοτικό, καθώς και εύρεση τυχόν φυλογενετική συσχέτισή του με αντίστοιχο άλλων βακτηριακών ειδών. Υλικό αποτέλεσε μικρή νουκλεοτιδική αλληλουχία γενετικού υλικού από στελέχη Acinetobacter spp. η οποία εκφράζει την αντοχή στην τετρακυκλίνη (tetγονίδιο). Αυτή συνδέθηκε με ειδικούς ανιχνευτές (probes) ακινητοποιημένους σε μεμβράνη από πυρίτιο και ακολούθησε πολλαπλασιασμός της (in silicoamplification). Το προϊόν πολλαπλασιασμού αλληλουχήθηκε και συγκρίθηκε με ανάλογο γονίδιο άλλων βακτηριακών ειδών. Κατά την ανάλυση 11 διαφορετικών tet γονιδίων, το tet(B) γονίδιο βρέθηκε σε μεγαλύτερο ποσοστό (42.1%), ακολουθούμενο από το tet(A)γονίδιο (10.5%). Το tet(A)γονίδιο βρέθηκε σε στελέχη που φέρουν πλασμίδια, ενώ αντίθετα το tet(Β) γονίδιο βρέθηκε τόσο σε στελέχη που φέρουν, όσο και σε στελέχη που στερούνται πλασμιδίων. Η μελέτη των συγκεκριμένων γονιδίων, καθώς και η φυλογενετική ανάλυση των προκυπτουσών από αυτά πρωτεϊνικών αλληλουχιών αποκάλυψαν εξελικτική συσχέτιση τωνtet (A)και tet (B)του A. baumanniiμε τα των βακτηρίων Escherichia coli και Providencia stuartiiαντίστοιχα. Η κατανόηση των μοριακών μηχανισμών της μικροβιακής αντοχής θα μπορέσει να οδηγήσει στην εύρεση νέων φαρμακευτικών στόχων. Παράλληλα η εξελικτική ανάλυση των πρωτεϊνών που εκφράζουν αντοχή στα αντιβιοτικά μπορεί να αποβεί χρήσιμη στην ανακάλυψη ευρέως φάσματος αντιβιοτικών με δράση έναντι πολλών, φυλογενετικά σχετιζόμενων μεταξύ τους, παθογόνων.

Λέξεις κλειδιά: A. baumannii, τετρακυκλίνη, PCR, φυλογενετική ανάλυση