ΔΕΛΤΙΟ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ – ΙΟΥΝΙΟΥ 2013 (ΤΟΜΟΣ 58, Τεύχη 1 & 2)

Ηπατίτιδα Ε: νεότερα επιδημιολογικά δεδομένα και ανασκόπηση της βιβλιογραφίας

Χ. Κουτρουμπή1, Β. Σεβαστιανός2, Γ. Βρυώνη3, Α.Τσακρής3
1 Εργαστήριο Μικροβιολογίας, Γ.Ν.Α «Ο Ευαγγελισμός»
2 Δ’ Παθολογική Κλινική, Γ.Ν.Α «Ο Ευαγγελισμός»
3 Εργαστήριο Μικροβιολογίας, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών.

Περίληψη

Η Ηπατίτιδα Ε είναι μια ζωονόσος που οφείλεται στον ιό της ηπατίτιδας Ε (Hepatitis E Virus – HEV) και μεταδίδεται κυρίως μέσω της εντεροστοματικής οδού. Η νόσος μέχρι σήμερα θεωρούνταν ενδημική αποκλειστικά σε περιοχές της νοτιοανατολικής Ασίας και της Αφρικής. Όμως τα τελευταία χρόνια υπάρχουν αναφορές μικρών ενδημιών, ενώ καταγράφονται υψηλά ποσοστά επιπολασμού του ιού και σε ανεπτυγμένες χώρες, όπως οι χώρες της Ευρώπης. Η ακριβής οδός μετάδοσης της λοίμωξης στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι αδιευκρίνιστη, καθιστώντας κάθε προσπάθεια εκτίμησης των παραγόντων κινδύνου μετάδοσης του ιού επισφαλή. Επίσης, επί του παρόντος τα επιδημιολογικά δεδομένα που αφορούν τη διαχρονική εξέλιξη της λοίμωξης στην Ευρώπη είναι ανεπαρκή, αν και φαίνεται ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχουν ολοένα και περισσότερες βιβλιογραφικές καταγραφές HEV οροθετικότητας στον άνθρωπο και σε ζώα, και αντίστοιχες αναφορές κρουσμάτων οξείας Ηπατίτιδας Ε.
Σκοπός της παρούσας συστηματικής ανασκόπησης είναι η μελέτη και ανάλυση των επιδημιολογικών δεδομένων επιπολασμού του ιού HEV στον γενικό πληθυσμό, συμπεριλαμβανομένων των κρουσμάτων οξείας ηπατίτιδας Ε στην Ευρώπη, παράλληλα με την αποτύπωση της διαχρονικής εξέλιξής της λοίμωξης και την απόδοση συμπερασμάτων.
Ο όγκος των βιβλιογραφικών αναφορών τα τελευταία χρόνια διευρύνεται, παράλληλα με την διαχρονική μεταβολή της επίπτωσης της HEV λοίμωξης και την αύξηση των κρουσμάτων οξείας ηπατίτιδας Ε στην Ευρώπη. Αυτό ίσως γεννά την επιτακτική πλέον ανάγκη ευαισθητοποίησης του κλινικού ιατρού και έντονης επιδημιολογικής επιτήρησης της λοίμωξης και στις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες.

Κλινικοεργαστηριακές προσεγγίσεις των περιπροθετικών λοιμώξεων

Δ. Αργύρης1, Π. Λεπέτσος2, Κ. Τσόπελας1, Α. Στυλιανάκης1
1 Μικροβιολογικό Εργαστήριο και 2 4η Ορθοπαιδική Κλινική, Νοσοκομείου Κ.Α.Τ.

Περίληψη

Παρά την ελαττωμένη τους επίπτωση, η οποία φτάνει το 1% σήμερα, οι περιπροθετικές λοιμώξεις αποτελούν ένα ερευνητικό, διαγνωστικό, θεραπευτικό και μακροοικονομικό πρόβλημα. Οι ολικές αρθροπλαστικές ισχίου και γόνατος είναι διαδικασίες που μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής, αλλά σχετίζονται με άσηπτη χαλάρωση και περιπροθετικές λοιμώξεις. Η διάκριση της περιπροθετικής λοίμωξης από άλλες αιτίες χαλάρωσης της αρθροπλαστικής είναι πολύ σημαντική καθότι η αντιμετώπιση είναι διαφορετική. Ως περιπροθετική λοίμωξη ορίζεται η παρουσία βακτηρίων στο μεσάρθριο διάστημα της τεχνητής πρόθεσης, γεγονός που σχετίζεται σημαντικά με σαφή εργαστηριακά και ιστολογικά ευρήματα καθώς και κλινικά σημεία ενεργής λοίμωξης. Οι συχνότεροι μικροοργανισμοί που ευθύνονται για τις περιπροθετικές λοιμώξεις είναι οι κοαγκουλάση αρνητικοί σταφυλόκοκκοι (CNS) και ο Staphylococcus aureus. Πιστεύεται ότι όσο ακριβέστερη είναι η κατανόηση της παθογένειας, τόσο πιο αποτελεσματικά είναι τα προληπτικά και θεραπευτικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Η έγκαιρη διάγνωση, η ακριβής ταυτοποίηση του υπεύθυνου μικροοργανισμού, και η επιλογή της κατάλληλης χειρουργικής στρατηγικής καθώς και του αντιβιοτικού σχήματος αποτελούν ουσιώδη στοιχεία της θεραπευτικής προσέγγισης. Η συνολική θεραπεία απαιτεί τη συνεργασία θεραπευτικής ομάδας αποτελούμενης από ορθοπαιδικούς, μικροβιολόγους, λοιμωξιολόγους, πλαστικούς χειρουργούς,  φυσιοθεραπευτές και εργοθεραπευτές. Κάθε θεραπευτικός σχεδιασμός πρέπει να αναπτύσσεται σε συνεννόηση με τον ασθενή λαμβάνοντας υπόψη τους ρεαλιστικούς στόχους του. Η παρούσα ανασκόπηση παρέχει μια σύνοψη της τρέχουσας γνώσης για τη διάγνωση και θεραπεία των περιπροθετικών λοιμώξεων.

Προσδιορισμός επιπέδων βορικοναζόλης σε αιματολογικούς ασθενείς με μικροβιολογική μέθοδο

Μ. Σιώπη1, Μ. Γκαμαλέτσου2, Ν. Σύψας2, Μ. Πηρουνάκη3, Μ. Σταμούλη4, Λ. Ζέρβα1, Ι. Μελετιάδης1
1 Εργαστήριο Κλινικής Μικροβιολογίας, ΠΓΝ «Αττικόν» Ιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
2 Παθολογική Φυσιολογία, Ιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
3 Β Παθολογική Κλινική, Αιματολογική Μονάδα, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Ιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
4  Β Πανεπιστημιακή Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική, Αιματολογική Μονάδα, ΠΓΝ «Αττικόν», Ιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Περίληψη

Εισαγωγή. Η βορικοναζόλη είναι ένα ευρέως φάσματος αντιμυκητιακό φάρμακο που χορηγείται για τη θεραπεία μυκητιακών λοιμώξεων. Η φαρμακοκινητική της χαρακτηρίζεται από έντονη δια- και ενδο-ατομική μεταβλητότητα επηρεάζοντας την θεραπευτική και τοξική δράση της.
Σκοπός. Ανάπτυξη, εφαρμογή και αξιολόγηση μιας μικροβιολογικής μεθόδου για την μέτρηση συγκεντρώσεων βορικοναζόλης στον ορό αιματολογικών ασθενών.
Υλικά-Μέθοδοι: Τα επίπεδα βορικοναζόλης προσδιορίστηκαν με μικροβιολογική τεχνική διάχυσης σε άγαρ και τα αποτελέσματα συγκρίθηκαν με 12 πρότυπα δείγματα που προσδιορίστηκαν με μέθοδο αναφοράς HPLC. Η συγκέντρωση της βορικοναζόλης προσδιορίστηκε σε 64 δείγματα ορών από 29 αιματολογικούς ασθενείς που λάβανε βορικοναζόλη ενδοφλέβια και δια στόματος σε διάφορες δοσολογίες.
Αποτελέσματα: Το όριο ανίχνευσης της μικροβιολογικής τεχνικής ήταν 0.25 mg/L και ο συντελεστής μεταβλητότητας κυμαινόταν από 3-7% ενώ  οι διαφορές με την μέθοδο αναφοράς δεν ήταν στατιστικώς σημαντικές (μέση ποσοστιαία και απολυτή διαφορά 14% και 0.3 mg/L, αντίστοιχα,  βαθμός συσχέτισης r2=0.96). Η δοσολογία της βορικοναζόλης σε 29 ασθενείς κυμαινόταν από 150mgx2 ως 400mgx2 την ημέρα με πιο συχνή (23/64, 35%) την καθιερωμένη δοσολογία συντήρησης 200mgx2/ημέρα. Οι διάμεση (εύρος) ελάχιστη συγκέντρωση ήταν 2.75(0.25-4.6) mg/l μετά από ενδοφλέβια και 1.95(0.5-3.8) mg/l μετά από δια στόματος χορήγηση της καθιερωμένης δοσολογίας. Τα επίπεδα βορικοναζόλης παρουσίασαν μη γραμμική φαρμακοκινητική με σημαντική δια-ατομική (73%) και ενδο-ατομική (μέχρι και 85%) διακύμανση και με ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών να εμφανίζουν υποθεραπευτικά (5 mg/l) επίπεδα (48% και 17%, αντίστοιχα).
Συμπεράσματα: Η βορικοναζόλη παρουσίασε υψηλή φαρμακοκινητική διακύμανση στους αιματολογικούς ασθενείς που χρήζει παρακολούθησης. Ο προσδιορισμός επιπέδων βορικοναζόλης με μικροβιολογικές μεθόδους μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο για την βελτιστοποίηση της θεραπευτικής δοσολογίας.

Περιγραφή περίπτωσης μηνιγγίτιδας από Nocardia farcinica

Σ. Κανταρτζίδου1, Μ. Νέπκα1, Ε. Περιβολιώτη1, Ε. Πετεινάκη2, Σ. Γκολφινοπούλου3, Κ. Φουντούλης1, Α. Σκουτέλης3
1 Μικροβιολογικό Εργαστήριο, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ο Ευαγγελισμός»
2 Μικροβιολογικό Εργαστήριο, Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας
3 Ε΄Παθολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ο Ευαγγελισμός»

Περίληψη

Οι λοιμώξεις από ευκαιριακά παθογόνα μικρόβια παρουσιάζουν ιδιαίτερο διαγνωστικό ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια, και συνδέονται με τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό ασθενών με ποικίλου βαθμού ανοσοκαταστολή. Η νοκαρδίωση είναι σχετικά σπάνια ευκαιριακή λοίμωξη με ποικιλία κλινικών εκδηλώσεων, ανάλογα με την πρωτοπαθή εστία (πνεύμονες, δέρμα) και το επίπεδο κυτταρικής ανοσίας των ασθενών. Η προσβολή του ΚΝΣ εκδηλώνεται συνήθως με τη μορφή εγκεφαλικών αποστημάτων και σπανιότερα ως μηνιγγίτιδα, ενώ η κλινική της εικόνα είναι συχνά άτυπη, με υποξεία και υποτροπιάζουσα πορεία. Παρουσιάζεται περίπτωση μηνιγγίτιδας με εγκεφαλικά αποστήματα από N. farcinica, σε ανοσοκατασταλμένο ασθενή λόγω προηγηθείσας αγωγής με κορτικοειδή για αυτοάνοση αιμολυτική αναιμία. Το παθογόνο απομονώθηκε από καλλιέργεια ΕΝΥ σε φιαλίδιο BACTEC Peds (BD) μετά πενθήμερη επώαση. Το περιστατικό είχε επιτυχή έκβαση μετά την χορήγηση συνδυασμένου αντιμικροβιακού σχήματος με τριμεθοπρίμη/σουλφομεθοξαζόλη και κεφτριαξόνη σε υψηλές δόσεις.

Προαναλυτικά σφάλματα Βιοχημικού Εργαστηρίου μεγάλου Νοσοκομείου των Αθηνών και η γνώμη των ειδικευόμενων ιατρών σε σχέση με αυτά

Γ. Νίκου¹, Ε. Βελονάκης², Ε. Θανασιάς², Χ. Παπαναστασοπούλου², Γ. Μαρόπουλος¹, Α. Βατόπουλος², Χ. Κουτής³
¹Βιοχημικό Εργαστήριο Γενικού Νοσοκομείου “Λαϊκό” Αθήνα,
²Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας, Τομέας Μικροβιολογίας / Κεντρικό Εργαστήριο Δημόσιας Υγείας Αθήνα, Βάρη-Αθήνα,
³Α.Τ.Ε.Ι Αθήνας

Περίληψη

Σκοπός: Η καταγραφή της συχνότητας των προ-αναλυτικών εργαστηριακών σφαλμάτων σε βιοχημικό εργαστήριο Τριτοβάθμιου Νοσοκομείου των Αθηνών, η εκτίμηση της ορθής εφαρμογής των σχετικών πρωτοκόλλων ποιότητας του εργαστηρίου, καθώς και του βαθμού συνεργασίας μεταξύ ειδικευόμενων κλινικών ιατρών και του επιστημονικού/τεχνολογικού προσωπικού του εργαστηρίου.
Υλικά και μέθοδος: Οι ειδικευόμενοι ιατροί των κλινικών του Νοσοκομείου κλήθηκαν να απαντήσουν σε ανώνυμα ερωτηματολόγια κατά τη χρονική περίοδο Ιουλίου-Δεκεμβρίου 2009, ώστε να αποτυπωθεί ο βαθμός επικοινωνίας μεταξύ των κλινικών και του εργαστηρίου σε σχέση με την προ-αναλυτική διαδικασία. Επίσης, καταγράφηκαν τα προ-αναλυτικά σφάλματα για 56.292 δείγματα ασθενών νοσηλευομένων στο νοσοκομείο και εξωτερικών ασθενών τη συγκεκριμένη περίοδο.
Αποτελέσματα: Από την καταγραφή των αποτελεσμάτων της μελέτης προέκυψε ότι το 4% των δειγμάτων, που εστάλησαν για βιοχημική ανάλυση, παρουσίασαν  προαναλυτικά σφάλματα τα οποία διακρίθηκαν σε ανιχνεύσιμη λιπαιμικότητα των ορών, αιμόλυση και μη ταυτοποιημένα δημογραφικά δεδομένα, ταυτοποιώντας ταυτόχρονα τα κυριότερα προαναλυτικά εργαστηριακά σφάλματα και τις παραβιάσεις των πρωτοκόλλων. Η πλειοψηφία των ειδικευόμενων κλινικών ιατρών (93%) απάντησε ότι εμπιστευόταν τα αποτελέσματα του βιοχημικού εργαστηρίου και είχε ενημέρωση (78%) από το εργαστήριο σε περίπτωση προ-αναλυτικού σφάλματος. Πιο ενημερωμένοι φαίνεται να ήταν οι ιατροί των παθολογικών κλινικών. Παρόλα αυτά, το 60%  των ιατρών, ιδιαίτερα των νεότερων, τόνισε την ανάγκη για έντυπη ενημέρωση σχετικά με τη σωστή λήψη (ποσότητα, μέσα συλλογής) των δειγμάτων  και τη γρήγορη και ασφαλή μεταφορά τους στο εργαστήριο.
Συμπεράσματα: Τα προ-αναλυτικά αποτελούν συχνά σφάλματα, που δε γίνονται εύκολα αντιληπτά και δεν μπορεί να εκτιμηθεί η συχνότητα τους με ακρίβεια. Η εφαρμογή και η τήρηση Συστήματος Ποιότητας στο εργαστήριο και η αναβάθμιση της σχετικής εκπαίδευσης τόσο κατά την προπτυχιακή, όσο και κατά την περίοδο της ειδίκευσης του προσωπικού θα μειώσει τα προ-αναλυτικά σφάλματα. Αποτέλεσμα θα είναι η παροχή αξιόπιστων αποτελεσμάτων, η μείωση του κόστους από τυχόν επαναλήψεις ή λανθασμένες διαγνώσεις και η συντόμευση του χρόνου νοσηλείας των ασθενών. Οι συστάσεις των ειδικευόμενων κλινικών ιατρών, ώστε να ελαχιστοποιηθούν τα προαναλυτικά σφάλματα, ήταν: καλύτερη επικοινωνία με το εργαστήριο, περισσότερες πληροφορίες με έντυπο υλικό πληροφόρησης για τεχνικά θέματα της αιμοληψίας (ποσότητα δείγματος, μέσα συλλογής, χρονικοί περιορισμοί και βελτίωση του τρόπου μεταφοράς των δειγμάτων στο εργαστήριο).

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΑΣ - Σταθμοί στην ιστορία του ανθελονοσιακού αγώνα στην Ελλάδα (1905-1940)

Κ. Τσιάμης, Ε.-Θ. Πιπεράκη, Α. Τσακρής
Εργαστήριο Μικροβιολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστημίου Αθηνών

Περίληψη

Κατά την παραμονή του 20ου αιώνα, το ελληνικό κράτος φαινόταν ανίκανο να  αναπτύξει έναν ανθελονοσιακό αγώνα λόγω πολιτικών και οικονομικών δυσκολιών. Το 1905, ιδρύθηκε ο Σύλλογος προς Περιστολή των Ελωδών Νοσημάτων από τον Καθηγητή της Υγιεινής και Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, Κωνσταντίνο Σάββα και τον παιδίατρο Ιωάννη Καρδαμάτη. Την περίοδο 1905-1920, με τη μαζική χρήση της κινίνης η νοσηρότητα μειώθηκε σημαντικά. Όμως, η εθνική καταστροφή στον Ελληνο-Τουρκικό πόλεμο το 1922 και η εισροή 1.300.000 Ελλήνων προσφύγων από τη Μικρά Ασία στην Ελλάδα άλλαξε τη γεωγραφία, την επιδημιολογία και τον επιπολασμό της ελονοσίας. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, ο Σύλλογος πρότεινε μια νέα οργάνωση και τον εκμοντερνισμό των Υγειονομικών Υπηρεσιών και του Ανθελονοσιακού αγώνα. Η επιστημονική γνώση του Συλλόγου στον ανθελονοσιακό αγώνα ήταν η ανεκτίμητη κληρονομιά και η βάση για νέες προσπάθειες που ανέλαβαν το Ελληνικό Κράτος και το Ίδρυμα Ροκφέλερ κατά της ελονοσίας, από το 1930 έως την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.