ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΡΙΛΙΟΥ – ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 (ΤΟΜΟΣ 62, Τεύχος 2)

Νεότερα δεδομένα για τη λοίμωξη από Clostridium difficile

Μαρία Χασαμπαλιώτη1, Γεωργία Καγκάλου2, Μελίνα Καχριμανίδου1
1.Α’Εργαστήριο Μικροβιολογίας, Ιατρικό Τμήμα, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
2.Εργαστήριο Μικροβιολογίας, Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ

Το Clostridium difficile είναι από τα σημαντικότερα αίτια διάρροιας νοσηλευόμενων ασθενών.
Το φάσμα της λοίμωξης από C. difficile κυμαίνεται από ήπια αυτοπεριοριζόμενη λοίμωξη έως
απειλητική για τη ζωή κολίτιδα. Οι κύριοι λοιμογόνοι παράγοντες του μικροοργανισμού είναι
δύο εξωτοξίνες, η εντεροτοξίνη Α(TcdA) και η κυτταροτοξίνη Β(TcdB). Βασικοί προδιαθεσικοί
παράγοντες της λοίμωξης από το C.difficile είναι η λήψη αντιβιοτικών που διαταράσσουν τη
χλωρίδα του εντέρου, η παρατεταμένη νοσοκομειακή περίθαλψη και η προχωρημένη ηλικία.
Ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού είναι ασυμπτωματικοί φορείς του μικροοργανισμού. Η συ-
χνότητα εμφάνισης της λοίμωξης παρουσιάζει σημαντική αύξηση τα τελευταία χρόνια, ενι-
σχύοντας το ερευνητικό ενδιαφέρον, με σκοπό την διερεύνηση νέων λοιμογόνων παραγόντων
του μικροοργανισμού και την ανάπτυξη νέων φαρμακευτικών σχημάτων για θεραπεία. Η ανα-
σκόπηση αυτή συνοψίζει την παθογένεια, την επιδημιολογία της λοίμωξης από C. difficile, τις
εργαστηριακές μεθόδους για τη διάγνωση καθώς επίσης τις τρέχουσες στρατηγικές για την θε-
ραπεία και την πρόληψη της λοίμωξης.

Λέξεις κλειδιά
Διάρροια, Clostridium difficile, επιδημιολογία, διάγνωση,θεραπεία, πρόληψη

Βιοχημικός έλεγχος του σπερματικού πλάσματος

Γεώργιος Αντωνάκος1, Γεωργία Βρυώνη2
1.Εργαστήριο Κλινικής Βιοχημείας, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο «ΑΤΤΙΚΟΝ», Χαΐδάρι, Αττική
2.Εργαστήριο Μικροβιολογίας, Ιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα

Ο βιοχημικός έλεγχος του σπερματικού πλάσματος διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διερεύνηση
της ανδρικής υπογονιμότητας. Αυτός περιλαμβάνει διάφορες παραμέτρους, όπως pH σπέρματος
και βιοχημικές εξετάσεις που ελέγχουν έμμεσα τα σπερματοζωάρια, την εκκριτική λειτουργία του
προστάτη, των επιδιδυμίδων και των σπερματοδόχων κύστεων. Στην παρούσα ανασκόπηση γί-
νεται παρουσίαση των σχετικών παραμέτρων, του ρόλου τους, των μεθόδων προσδιορισμού τους,
καθώς και των τιμών αναφοράς τους.

Λέξεις κλειδιά
σπερματικό πλάσμα, βιοχημικές παράμετροι

IL28B πολυμορφισμοί σε ασθενείς με HBeAg αρνητική χρόνια HBV λοίμωξη γονοτύπου D

Αιμιλία Χατζηγιάννη1, Ανδρέας Λαράς1, Ελένη Πανοπούλου1, Αλέξανδρος Γρυπάρης2,
Στέφανος Χατζηγιάννης1
1Ιπποκράτειο Νοσοκομείο, Β΄ Πανεπιστημιακή Παθολογική Κλινική και Ομώνυμο Εργαστήριο, Εθνικό και
Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
2Εργαστήριο Υγιεινής, Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο
Αθηνών, Αθήνα

Στόχος της μελέτης: Η διερεύνηση πιθανών συσχετισμών μεταξύ του πολυμορφισμού C/T, στη
θέση -3176 του υποκινητή του γονιδίου της ιντερφερόνης λ3 (IL28B), και του σταδίου της HBeAg
αρνητικής χρόνιας λοίμωξης με τον ιό της ηπατίτιδας Β (HBV) γονοτύπου D καθώς και με την έκ-
βαση της νόσου σε Καυκάσιους ασθενείς.
Ασθενείς και μέθοδοι: Ο πολυμορφισμός της IL-28B rs12979860 μελετήθηκε σε 400 Έλληνες
ασθενείς με HBeAg αρνητική χρόνια HBV λοίμωξη γονοτύπου D με μακρά κλινική παρακολού-
θηση, από τους οποίους 311 είχαν χρόνια ηπατίτιδα και οι 89 ήταν ανενεργοί φορείς του ιού. Πα-
ράλληλα εξετάσθηκαν 222 υγιείς μάρτυρες της ίδιας φυλής και εθνικότητας. Διερευνήθηκαν
πιθανές συσχετίσεις με το στάδιο της λοίμωξης, την απόκριση σε θεραπεία με ιντερφερόνη και/ή
νουκλεοσ(τ)ιδικά ανάλογα, την ανάπτυξη ηπατοκυτταρικού καρκίνου καθώς και με την αυτόματη
κάθαρση του αντιγόνου επιφάνειας HBsAg.
Αποτελέσματα: Η κατανομή των IL28B rs12979860 γονοτύπων και η συχνότητα των C και T αλ-
ληλίων δεν διέφερε στατιστικά σημαντικά μεταξύ του συνόλου των ασθενών χρόνια HBV λοίμωξη
και των υγιών μαρτύρων. Άρρενες ανενεργοί φορείς του ιού βρέθηκε να φέρουν τον γονότυπο
CC στο 59% και το C αλλήλιο στο 74,5%, ποσοστά στατιστικά σημαντικά υψηλότερα από την αν-
τίστοιχη επίπτωση τόσο σε άρρενες ασθενείς με ενεργό χρόνια ηπατίτιδα Β (CC-37.7%, p= 0.028
και C αλλήλιο 59.5%, p=0.005) όσο και στο γενικό πληθυσμό (CC-31.4 %, p=0.018 και C αλλήλιο
58%, p=0.005). Δεν βρέθηκε να υπάρχει συσχέτιση μεταξύ του rs12979860 πολυμορφισμού και
την αυτόματη ή μετά από θεραπεία κάθαρση του ΗΒsAg ή με την ανάπτυξη ηπατοκυτταρικού
καρκίνου.
Συμπεράσματα: Ο rs12979860 IL28B πολυμορφισμός δεν φαίνεται να αποτελεί ανεξάρτητο πα-
ράγοντα της αυτόματης ή μετά από θεραπεία έκβασης της HBeAg αρνητικής χρόνιας λοίμωξης
με τον ιό της ηπατίτιδας Β (HBV) γονοτύπου D, σε Καυκάσιους ασθενείς. Η πιθανότητα ο CC γο-
νότυπος και το C αλλήλιο να ευνοούν την εγκατάσταση του σταδίου της ανενεργού φορίας του
ιού σε άρρενες, χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.

Λέξεις κλειδιά
γονότυπος D, HBV, IL28B, φυσική πορεία, θεραπεία

Οι μεγάλες επιδημίες του 19ου αιώνα και η γέννηση της Μικροβιολογίας στην Ελλάδα

Έφη Πουλάκου-Ρεμπελάκου1, Γεωργία Βρυώνη2, Ευάγγελος Βογιατζάκης3, Αθανάσιος Τσακρής2
1.Εργαστήριο Ιστορίας της Ιατρικής, Ιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
2.Εργαστήριο Μικροβιολογίας, Ιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
3.Εργαστήριο Μικροβιολογίας ΓΝΝΘΑ «Η Σωτηρία», Αθήνα

Αντικείμενο της εργασίας είναι η παρουσίαση του νοσολογικού φάσματος της Ευρώπης και
ειδικά της Ελλάδας, της εξέλιξης της Μικροβιολογίας κατά το 19ο αιώνα και της γέννησης της
ειδικότητας στη χώρα μας. Πηγή πληροφόρησης αποτέλεσαν τα συγγράμματα της εποχής
σε μικροβιολογικά θέματα, οι σχετικές διαλέξεις στην Ιατρική Εταιρεία Αθηνών κατά την πε-
ρίοδο 1835-1900, οι βιογραφίες των πρωτοπόρων μικροβιολόγων και οι ιστορικές αναφορές
της ίδιας περιόδου. Από την ανάλυση των πληροφοριών φαίνεται ότι η Ελλάδα εμφάνιζε τα
ίδια όπως και η λοιπή Ευρώπη λοιμώδη νοσήματα. Οι μεγάλες ανακαλύψεις της Μικροβιο-
λογίας μεταφυτεύθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα και επιτυχώς στην Ελλάδα, καθώς οι
πρώτοι μικροβιολόγοι μετεκπαιδεύθηκαν στα μεγαλύτερα κέντρα της Ευρώπης. Η δραστη-
ριότητα των πρωτοπόρων και η ίδρυση της πανεπιστημιακής έδρας της Μικροβιολογίας,
υπήρξαν οι κύριοι παράγοντες της προόδου που σημειώθηκε.

Λέξεις κλειδιά
Ελλάδα, Επιδημίες, Δημόσια Υγεία, Κωνσταντίνος Σάββας, Ιστορία Μικροβιολογίας

Η νόσος της ιλαράς στη Βόρεια Ελλάδα, 2017

Αγγελική Μελίδου, Γεωργία Γκιούλα, Μαρία Εξηντάρη
Μικροβιολογικό Εργαστήριο, Τμήμα Ιατρικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,
Θεσσαλονίκη, Ελλάδα

Η νόσος της ιλαράς εξακολουθεί να αποτελεί απειλή για τη δημόσια υγεία. Ενώ ο Παγκόσμιος
Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ.) έχει θέσει ως στόχο για την εξάλειψη της νόσου το έτος 2020, το 2016
επιδημίες ιλαράς αναφέρθηκαν σε χώρες της Ευρώπης και αύξηση στον αριθμό των κρουσμάτων
παρατηρήθηκε το 2017. Από το 2010, δεν υπάρχει αναφορά για επιδημία ιλαράς στην Ελλάδα.
Γονοτύπηση ενός μεμονωμένου περιστατικού στη Βόρεια Ελλάδα έδειξε ότι το στέλεχος ιλαράς
ανήκε στον γονότυπο Β3, όπως και σε άλλες περιοχές της Ευρώπης: Αυστρία, Βέλγιο, Γερμανία,
Ιρλανδία, Ιταλία, Πορτογαλία, Σουηδία, Μεγάλη Βρετανία και στη Ρουμανία. Είναι σημαντικό να
συνεχισθεί η επιδημιολογική και ιολογική επιτήρηση του ιού της ιλαράς στην Ελλάδα και η εθνική
πολιτική εμβολιασμού να συμπεριλάβει το μεγάλο κύμα προσφύγων στην περιοχή. Με την συ-
νεχή επιτήρηση θα παρακολουθείται η πορεία μετάδοσης του ιού και η αποτελεσματικότητα της
εθνικής πολιτικής εμβολιασμού, με τελικό στόχο την εξάλειψη της νόσου στην Ελλάδα και παγ-
κοσμίως.

Λέξεις κλειδιά
Ιλαρά, Ελλάδα,γονοτύπηση, ιολογική επιτήρηση

Μυκηταιμία από Saprochaete capitata (πρώην Geotrichum capitatum) σε ασθενή με χρόνιο νευρολογικό και αιματολογικό νόσημα

Γεωργία Βρυώνη1, Γενοβέφα Χρονοπούλου2, Χριστίνα Bόσσου2, Καλλιόπη Θεοδωρίδου1,
Κωνσταντίνος Τσιάμης1, Ελένη Καραχάλιου1, Αναστασία Κούκη2, Αθανάσιος Τσακρής1
1.Εργαστήριο Μικροβιολογίας, Ιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Παν/μιο Αθηνών
2.Εργαστήρια Βιοπαθολογίας Ευρωκλινικής Αθηνών

Ο μύκητας Saprochaete capitata, προηγούμενη ονομασία του Geotrichum capitatum, είναι ευρέως
διαδεδομένος στη φύση ως συστατικό του εδάφους, του νερού και των φυτών, ενώ αποτελεί
αποικιστή του αναπνευστικού και του γαστρεντερικού συστήματος στο 30% του υγιούς πληθυ-
σμού. Προκαλεί λοιμώξεις κυρίως σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς, με υψηλή θνητότητα (60-
70%), παρά τη χορήγηση κατάλληλης αντιμυκητικής αγωγής. Σκοπός της παρούσας εργασίας
ήταν η παρουσίαση περίπτωσης μυκηταιμίας από S. capitata σε ασθενή με χρόνιο νευρολογικό
και αιματολογικό νόσημα, νοσηλευόμενο για μεγάλο χρονικό διάστημα σε Μονάδα Εντατικής
Θεραπείας. Η ταχεία ανίχνευση του μύκητα, σε συνδυασμό με την ορθή ταυτοποίηση, ήταν πολύ
σημαντικά για την έγκαιρη έναρξη της κατάλληλης αντιμυκητικής αγωγής, δεδομένου και της
ενδογενούς αντοχής του ζυμομύκητα S. capitata στις εχινοκανδίνες.

Λέξεις κλειδιά
Saprochaete capitata, μυκηταιμία, ανοσοκατεσταλμένος ασθενής